Η χρήση ενός στίχου του Οδυσσέα Ελύτη, ενός από τους μεγαλύτερους ποιητές της Ελλάδας, μέσα σε ένα δημοτικό συμβούλιο μπορεί να φέρει κύρος και βάθος στον λόγο, αρκεί να είναι κατάλληλα προσαρμοσμένος στο πλαίσιο της συζήτησης. Ωστόσο, το πώς χρησιμοποιείται ένας στίχος έχει τεράστια σημασία, διότι η λογοτεχνία δεν είναι μια ουδέτερη δεξαμενή λέξεων που μπορεί να χρησιμοποιείται για προσβολή ή απαξίωση.
Ο δημοτικός σύμβουλος της δημοτικής αρχής Θάνος Γιαννουλάκης έκανε αυτή τη δήλωση με τρόπο, μάλλον, που προσβάλλει τους συναδέλφους του ή το σύνολο του δημοτικού συμβουλίου. Εχουμε να κάνουμε με μια ατυχή επιλογή που αγγίζει τα όρια της ύβρεως. Οι πολιτικοί και δημοτικοί άρχοντες έχουν ευθύνη να διατηρούν τον διάλογο σε ένα επίπεδο που προάγει την πολιτική κουλτούρα και όχι να εκτρέπονται σε εκφράσεις που μπορεί να θεωρηθούν προσβλητικές.
Επιπλέον, η συγκεκριμένη φράση – ανεξαρτήτως του ποιος την είπε πρώτος – εάν χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει συλλογικά έναν θεσμό, όπως ένα δημοτικό συμβούλιο, ενέχει τον κίνδυνο της ισοπέδωσης. Η κριτική, όταν είναι δίκαιη και επιχειρηματολογημένη, είναι καλοδεχούμενη στη δημοκρατία. Όταν όμως παίρνει τη μορφή συλλογικής προσβολής, απομακρύνεται από την ουσία του δημοκρατικού διαλόγου.
Σε μια εποχή όπου ο δημόσιος λόγος συχνά εκχυδαΐζεται, αυτό που χρειάζεται είναι περισσότερη σοβαρότητα και ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων.
Η ποίηση του Ελύτη είναι θησαυρός, αλλά δεν πρέπει να χρησιμοποιείται για πολιτική απαξίωση. Αντί να αναλωνόμαστε σε τέτοιες δηλώσεις, μήπως είναι προτιμότερο να αποδείξουμε με πράξεις ότι μπορούμε να γεννήσουμε ιδέες;
Οι πολίτες που παρακολουθούν τις συνεδριάσεις του δημοτικού συμβουλίου – είτε από κοντά είτε μέσω των ΜΜΕ – αναμένουν έναν διάλογο που θα αφορά τα προβλήματά τους, τις ανάγκες τους και την προοπτική της πόλης τους. Όταν, αντί για αυτό, ακούνε εκφράσεις που υποτιμούν τη συλλογική σκέψη ή τη δημιουργικότητα, είναι λογικό να νιώσουν απογοητευμένοι, θυμωμένοι ή ακόμα και προσβεβλημένοι.
Μια τέτοια δήλωση μπορεί να ερμηνευθεί από τους πολίτες ως ένδειξη αλαζονείας ή παραίτησης από την ευθύνη των αιρετών να διαμορφώνουν λύσεις και να προάγουν έναν γόνιμο διάλογο. Ειδικά αν αυτή η φράση υπονοεί ότι το δημοτικό συμβούλιο είναι «στείρο» από ιδέες, το ερώτημα που θα προκύψει αβίαστα είναι: “Και τότε, γιατί βρίσκεστε εκεί;”.
Πέρα από την όποια πρόθεση του συμβούλου, η αντίληψη που σχηματίζουν οι πολίτες για την πολιτική εξουσία έχει σημασία. Οι δημότες θέλουν να βλέπουν ένα δημοτικό συμβούλιο που σκέφτεται, προτείνει, σχεδιάζει και εμπνέει – όχι ένα που μειώνει τον ίδιο του τον ρόλο. Η πολιτική χρειάζεται αυτοκριτική, αλλά όχι αυτοακύρωση. Οι πολίτες περιμένουν λύσεις και όχι φιλολογικά μαθήματα με υποτιμητικό ύφος.
Αν η φράση απευθυνόταν στην αντιπολίτευση, τότε οι δημότες που τη στήριξαν μπορεί να το εκλάβουν ως έμμεση προσβολή προς τους ίδιους. Με άλλα λόγια, η επιλογή τους χαρακτηρίζεται ως “στείρα” ή “άγονη”, κάτι που αγγίζει τα όρια της αλαζονείας.Όταν ένας αιρετός δηλώνει πως “δεν γεννιούνται ιδέες”, αυτό μπορεί να εκληφθεί ως παραδοχή αποτυχίας της πολιτικής λειτουργίας του δήμου. Για τον πολίτη, είναι απογοητευτικό να ακούει από έναν εκπρόσωπο ότι το όργανο που ψηφίστηκε για να παράγει έργο είναι αδρανές.
Ο δημότης μπορεί να νιώσει πως η πολιτική αντιπαράθεση δεν γίνεται με επιχειρήματα αλλά με ειρωνείες και προσβολές, γεγονός που υποβιβάζει την ποιότητα του διαλόγου και απομακρύνει τους πολίτες από την ενεργό συμμετοχή τους στα κοινά.
Όταν ένας δημοτικός σύμβουλος χρησιμοποιεί λόγια μεγάλων ποιητών για να υποτιμήσει συναδέλφους του, μπορεί να εκληφθεί ως αλαζονική επίδειξη γνώσεων και όχι ως ειλικρινής πολιτική κριτική. Αυτό μπορεί να προκαλέσει την αντίδραση των πολιτών, που περιμένουν λύσεις και όχι φιλολογικά μαθήματα με υποτιμητικό ύφος. Κινδυνεύει να θεωρηθεί αλαζόνας με διάθεση αυτοαναγόρευσης σε “διανοούμενο” της πολιτικής. Και είναι κρίμα, ειδικά για νεοεκλεγέντα δημοτικό σύμβουλο, επιστήμονα, με ευρεία αποδοχή της κοινωνίας.
Σε κάθε περίπτωση, η προσβολή δεν βρίσκεται μόνο στη λέξη αλλά και στον τόνο, στο πλαίσιο και στις προθέσεις. Ο πολίτης μπορεί να νιώσει ότι απαξιώνεται η επιλογή του, το συμβούλιο που παρακολουθεί και εν τέλει ο ίδιος ως μέρος του δημοκρατικού γίγνεσθαι.
Χαρά Βαραβέρη
Διαβάστε επίσης Θ.ΓΙΑΝΝΟΥΛΑΚΗΣ: Eίμαστε μούλοι
Καταρχήν ο οποιοσδήποτε μπορεί να αισθάνεται μουλος και να το υποστηρίζει.Υπάρχει το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού.
Αν αισθανεται μουλος δικαιωμα του.
Μετά από αυτή την ωραία τοποθέτηση, έπρεπε να πεί «παραιτούμαι». Χωρις αυτό, η τοποθέτηση είναι υποκριτική
εγινες και συ σαν τα μουτρα τους