- Φτάνοντας ο χρόνος στο τέλος του όπου και διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό η φορολογική εικόνα του έτους, οι αγρότες θα πρέπει να προβούν σε μια σειρά από ελέγχους σχετικά με τις δαπάνες τους.
Συγκεκριμένα θα αναφερθούμε ενδεικτικά σε κάποιες από τις δαπάνες που αποτελούν έξοδα για την αγροτική δραστηριότητα, γενικά, είτε των αγροτών κανονικού είτε του ειδικού καθεστώτος, και οφείλουν οι αγρότες να είναι ιδιαιτέρως προσεκτικοί ώστε να είναι καλυμμένοι σε ενδεχόμενο έλεγχο από τις ελεγκτικές αρχές.
- Δαπάνες καυσίμων: Είναι η πιο συνηθισμένη δαπάνη των αγροτών λόγω της φύσης της αγροτικής δραστηριότητας ενώ αποτελούν και το πιο έντονο σημείο τριβής μεταξύ του Ελέγχου και του φορολογούμενου. Η απόδειξη για τα καύσιμα μέχρι το όριο των 100 ευρώ δύναται να είναι σε απόδειξη λιανικής, με υποχρέωση την αναγραφή του αριθμού κυκλοφορίας του οχήματος που αφορά ενώ η έκδοση του τιμολογίου είναι η πιο ασφαλής μέθοδος τεκμηρίωσης της συναλλαγής. Επισημαίνουμε ότι η δαπάνη αυτή πρέπει να μπορεί να ‘’υποστηριχθεί’ από τον αγρότη σε περίπτωση ελέγχου ώστε να μπορεί να δικαιολογηθεί ο όγκος των συναλλαγών, να σχετίζεται με πάγια που ανήκουν νόμιμα στον αγρότη (είτε αγροτικά μηχανήματα όπως γεωργικοί ελκυστήρες-τρακτέρ είτε μηχανήματα που καταναλώνουν καύσιμα πχ ποτιστικές μηχανές), το είδος καυσίμου να ανταποκρίνεται σε αυτό που αναγράφεται στην άδεια κυκλοφορίας και σε κάθε περίπτωση να αφορά εργασίες που σχετίζονται με την αγροτική δραστηριότητα.
- Δαπάνες ενέργειας (πχ ΔΕΗ): Το κόστος ενέργειας και συγκεκριμένα του ηλεκτρικού ρεύματος των αγροτικών τιμολογίων που αφορά τα χωράφια αναγράφεται στους αντίστοιχους λογαριασμούς που εκδίδει η ΔΕΗ. Το γεγονός που χρίζει ιδιαίτερης προσοχής είναι ότι κάθε λογαριασμός αφορά μια συγκεκριμένη περίοδο με το αντίστοιχο κόστος όπου και καταχωρείται λογιστικά την ημερομηνία έκδοσης του. Σε καμία περίπτωση δεν δίνουμε έμφαση στο συνολικό μεταφερόμενο υπόλοιπο που ενδεχομένως περιέχει είτε προηγούμενες οφειλές είτε επιστροφές /εκπτώσεις , όπως επίσης δεν παίζει ρόλο ως προς την καταχώρηση του ως έξοδο, το εάν έχει εξοφληθεί ή όχι. Με απλά λόγια, οφείλουν οι αγρότες να προσκομίζουν στον λογιστή τους κάθε λογαριασμό ξεχωριστά και όχι τον τελικό που ίσως να περιέχει προηγούμενα ανεξόφλητα υπόλοιπα ή εκπτώσεις/επιστροφές και ανεξάρτητα αν τον έχουν εξοφλήσει.
- Μισθωτήρια συμβόλαια: Το κόστος μίσθωσης των αγροτεμαχίων είναι από τα πιο συχνά έξοδα της αγροτικής εκμετάλλευσης και αναγνωρίζεται στα έξοδα, όμως με κάποιες πολύ σημαντικές παραμέτρους. Οι δυο από αυτές είναι ότι θα πρέπει να υπάρχει το αντίστοιχο νόμιμο μισθωτήριο (είτε ηλεκτρονικό είναι χειρόγραφο, ανάλογα με το ύψος της μίσθωσης), που να αναφέρεται σε ποια χρονική περίοδο αφορά ( χρονική περίοδος μίσθωσης) καθώς και ότι η εξόφληση του (ολική ή μερική) θα πρέπει να γίνει μέσω τραπέζης (έστω και αν καταβληθεί σε μεταγενέστερο φορολογικό έτος). Με λίγα λόγια, οι αγρότες όταν καταβάλλουν το ενοίκιο στους εκμισθωτές των αγρών πρέπει να γίνεται μέσω τραπέζης και να έχει συνταχθεί το προβλεπόμενο μισθωτήριο με τους όρους που κάθε φορά ισχύουν. Αν η εξόφληση του μισθώματος δεν γίνει μέσω τραπέζης δεν μπορεί να αναγνωριστεί και φορολογικά ως έξοδο.
- Ασφάλιστρα αγροτικών οχημάτων (πχ ΦΙΧ αγροτικής χρήσης, αλωνιστικές μηχανές κτλ): Το κόστος ασφάλισης των αγροτικών μηχανημάτων συμπεριλαμβάνεται κανονικά στα έξοδα και αποδεικνύεται από το αντίστοιχο ασφαλιστήριο συμβόλαιο. Πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στην περίοδο ασφάλισης διότι πολλές φορές ένα ασφαλιστήριο συμβόλαιο αφορά δυο φορολογικά έτη και πρέπει να γίνει ο ανάλογος λογιστικός χειρισμός από τους λογιστές των αγροτών.
- Τοπικοί Οργανισμοί Εγγείων Βελτιώσεων (ΤΟΕΒ): Το κόστος των αρδευτικών τελών αποτελεί ένα σημαντικό έξοδο για τις αγροτικές εκμεταλλεύσεις. Κάθε λογαριασμός αρδευτικών τελών που εκδίδεται, κάνει σαφή αναφορά ποια περίοδο αφορά και μόνο αυτή εκπίπτει από τα έξοδα. Επομένως σε περίπτωση που κάποιος πληρώνει συσσωρευμένες οφειλές προηγουμένων ετών , ως έξοδο καταχωρείται το έτος που αφορά και (όπως παραπάνω) δεν είναι υποχρεωτικό να έχει εξοφληθεί προκειμένου να αναγνωριστεί στα έξοδα.
Σε κάθε περίπτωση η βασική αρχή είναι η βάση του νόμου 4172/2013 για τις δαπάνες και την αναγνώρισης τους, αναφέροντας ότι «Επιτρέπεται η έκπτωση όλων των δαπανών με την επιφύλαξη των διατάξεων του άρθρου 23 του Κ.Φ.Ε. (Κώδικα Φορολογίας Εισοδήματος)».
Οι τρείς (3) βασικές αρχές:
α) πραγματοποιούνται προς το συμφέρον της επιχείρησης ή κατά τις συνήθεις εμπορικές συναλλαγές της
β) αντιστοιχούν σε πραγματική συναλλαγή
γ) εγγράφονται στα τηρούμενα βιβλία απεικόνισης των συναλλαγών της περιόδου κατά την οποία πραγματοποιούνται και αποδεικνύονται με κατάλληλα δικαιολογητικά.
Με απλά λόγια μια δαπάνη πρέπει να γίνεται κατά την συνήθη πρακτική των ομοειδών επιχειρήσεων, να ανταποκρίνεται σε πραγματικά γεγονότα, να προκύπτει μέσα από σχετικά έγγραφα και δικαιολογητικά ενώ θα πρέπει να έχει καταχωρηθεί στα βιβλία.
My data και δαπάνες,
Όπως όλες οι επιχειρήσεις έτσι και οι αγρότες (μόνο του κανονικού καθεστώτος ΦΠΑ που τηρούν βιβλία εσόδων-εξόδων) θα πρέπει να αντιστοιχούν στα παραστατικά των εξόδων τους ή ανάλογα για κάποια είδη δαπανών οφείλουν να τα ανεβάζουν οι ίδιοι στην ηλεκτρονική πλατφόρμα Μy data της ΑΑΔΕ. Σε κάθε περίπτωση, το πρωτότυπο παραστατικό πρέπει να το προσκομίζουν οι ίδιοι στον λογιστή τους ώστε να γίνει η ορθή καταχώρηση και απεικόνιση.
Κλείνοντας, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι το ανωτέρω κείμενο έχει ενημερωτικό χαρακτήρα και σε καμία περίπτωση δεν υποκαθιστά τις εξειδικευμένες λογιστικές υπηρεσίες αφού κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και κρίνεται απαραίτητο οι φορολογούμενοι να συμβουλεύονται τους λογιστές τους, που είναι οι πλέον αρμόδιοι για την επίλυση των επιμέρους φορολογικών ζητημάτων και περιπτώσεων.
Δρ. Λυμπερίου Αναστάσιος, Οικονομολόγος – Λογιστής Φοροτεχνικός Α’ τάξης και Διδάκτωρ Παντείου Πανεπιστημίου
Καλοπήτας Θοδωρής, Λογιστής – Φοροτεχνικός Α’ τάξης, ΜΒΑ. Ειδικεύεται σε θέματα αγροτικής φορολογίας.