Στο κέντρο της Πελοποννήσου, στις Βάσσες της αρχαίας Φιγαλείας, σε υψόμετρο 1130 μέτρων στέκει αγέρωχος και αειθαλής ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα…
Εμπνευστής και κατασκευαστής του ναού θεωρείται ο Ικτίνος, μέγας αρχιτέκτονας της αρχαιότητας, που μαζί με τον Καλλικράτη σχεδίασε τον Παρθενώνα .Το πανανθρώπινο αυτό στολίδι της αρχιτεκτονικής ήταν το πρώτο από τα θαυμαστά μνημεία της Ελλάδας, το οποίο αναγνωρίστηκε από την UNESCO ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς, το 1986. Τον ναό μπορείτε να προσεγγίσετε από την Ηλεία, μετά από μια μαγευτική διαδρομή δίπλα στον ρου του ποταμού Νέδα, ή από την Τρίπολη και τη Μεγαλόπολη.
Οι Βάσσες υπήρξαν πάντα σεπτός τόπος, που φιλοξένησε πλήθος ιερών. Το όνομα της περιοχής σημαίνει «μικρές κοιλάδες». Πράγματι, τα όρη της πελοποννησιακής γης δημιουργούν ένα μαγευτικό ανάγλυφο και ανάμεσα τους ξεπροβάλλει το επιβλητικό τοπίο του ναού. Τα όρη Κοτύλιο, Λύκαιο, Τετράζιο και Ελάιο ορθώνονται προστατευτικά γύρω από την κοιλάδα των Βασσών. Σε αυτό το φυσικό καταφύγιο λατρεύτηκαν όλοι οι θεοί της αρχαιότητας -ο Πάνας, η Αφροδίτη, η Άρτεμις και, βέβαια, ο Απόλλωνας, ως Βασσίτας και ως Επικούριος, δηλαδή βοηθός- και εδώ έμελλε να αναγερθεί ένα από τα μεγαλύτερα λατρευτικά κέντρα ολόκληρου του ελληνισμού.
Η Ισχύς, το Κάλλος και η Αρμονία
Ο ναός, στη σημερινή του μορφή, οικοδομήθηκε ανάμεσα στο 420 και το 400 π.Χ. Οι αρχαιολόγοι είναι πεπεισμένοι πως στα θεμέλιά του υπάρχει αρχαιότερος ναός, πιθανόν του 7ου αιώνα π.Χ. Ο νεώτερος ναός, το μοναδικό αυτό μνημείο του Ικτίνου, συγκεφαλαιώνει στη δομή του όλη την αρχιτεκτονική γνώση του ελληνικού πολιτισμού.
Με αρχαϊκά στοιχεία, αλλά και μεγάλες καινοτομίες αποτέλεσε αντικείμενο θαυμασμού όλων των περιηγητών ανά τους αιώνες. Ο Παυσανίας, ο οποίος έφτασε τον 2ο αιώνα μ.Χ. στις Βάσσες, έμεινε έκθαμβος μπροστά στο μεγαλείο και τη δύναμή του. Εικάζεται πως η κεντρική στήλη του ναού αντανακλούσε την πρώτη ακτίνα του θερινού ηλιοστασίου, αντιπροσωπεύοντας το αιώνιο απολλώνιο φως. Αν αυτό είναι αλήθεια, τότε πρόκειται για το πρώτο ανεικονικό, αφηρημένης σύλληψης, άγαλμα στην ιστορία της ανθρωπότητας.
Ο Ικτίνος μελέτησε διεξοδικά τον περιβάλλοντα χώρο όταν ανέλαβε την οικοδόμηση του ναού. Για την κατασκευή του προτίμησε να χρησιμοποιήσει τον τεφρό ασβεστόλιθο, ο οποίος είναι υλικό του τόπου. Αυτή η επιλογή είχε ως αποτέλεσμα ο ναός να μοιάζει με φυσικό στοιχείο του χώρου, αυθύπαρκτος και αιώνιος. Οι αναλογίες του μήκους και του πλάτους είναι έτσι υπολογισμένες, ώστε το τεράστιο μέγεθος του ναού να εξισορροπείται από τη χάρη που αποπνέει. Το ίδιο το φως χρησιμοποιείται από τον μεγάλο καλλιτέχνη ως δομικό στοιχείο του ναού. Οι φωτοσκιάσεις αρχικά δημιουργούν την ψευδαίσθηση πως ο ναός είναι μικρότερος από το πραγματικό του μέγεθος, όσο πλησιάζει κανείς, όμως, αποκαλύπτονται σταδιακά οι πραγματικές του διαστάσεις. Κατ’ αυτόν τον τρόπο το μνημείο δεν επιβάλλεται με τον όγκο του στον χώρο, ενώ αποπνέει δύναμη και δέος όταν κάποιος βρεθεί κοντά του. Ταυτόχρονα, δημιουργεί και μία εξελισσόμενη σχέση με τον ίδιο τον θεό, τον Απόλλωνα, καθώς το φως είναι ο κύριος παράγοντας αυτής της βαθμηδόν αποκάλυψης.
Τα εξωτερικά στοιχεία του ναού είναι αυστηρά δωρικά. Στο εσωτερικό του οι γλυπτικές συνθέσεις και ο αρχιτεκτονικός διάκοσμος είναι απαράμιλλης τέχνης και κάλλους. Ο κεντρικός κίονας, που δεσπόζει στον ναό, είναι κορινθιακού ρυθμού και το κιονόκρανό του αποτελεί το αρχαιότερο σωζόμενο δείγμα αυτού του τύπου. Η σημαντικότατη ζωφόρος του ναού, με παραστάσεις του Ηρακλή, των Κενταύρων και των Αμαζόνων, βρίσκεται σήμερα στο Βρετανικό Μουσείο.
Ο ναός ήταν σε χρήση καθ’ όλη την ελληνιστική και ρωμαϊκή περίοδο. Το 1765, με οδηγό τον Παυσανία, ο Γάλλος αρχιτέκτονας J. Bocher μπόρεσε να ταυτίσει κάποια ευρήματα με το σπουδαίο ιερό του Απόλλωνα.
Οι πρώτες συστηματικές ανασκαφές ξεκίνησαν το 1812 από ομάδα διαπρεπών ευρωπαίων αρχαιολόγων και συνεχίστηκαν το 1902 από την Αρχαιολογική Εταιρία Αθηνών, υπό τους αρχαιολόγους Κ. Κουρουνιώτη, Κ. Ρωμαίο και Π. Καββαδία. Έτσι, αυτό το λαμπρό επίτευγμα του ελληνικού πολιτισμού αποδόθηκε εκ νέου στην ανθρωπότητα, σε όλη του τη δόξα!
Extra Tip:
Ο ναός του Επικούριου Απόλλωνα είναι το πρώτο ελληνικό μνημείο που συμπεριελήφθη στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO το 1986 με τον ακόλουθο σχολιασμό: «Ο διάσημος ναός αφιερωμένος στο θεό του ήλιου και της ίασης των ασθενειών κτίστηκε γύρω στα μέσα του 5ου αι. π.Χ. στα υψίπεδα των Αρκαδικών βουνών. Ο ναός με το αρχαιότερο κορινθιακό κιονόκρανο που έχει βρεθεί μέχρι τώρα συνδυάζει το αρχαϊκό ύφος και το δωρικό ρυθμό με ορισμένα καινοτόμα αρχιτεκτονικά στοιχεία.»