Άγνωστοι έκλεψαν τις στάχτες του Μαχάτμα Γκάντι. Οι στάχτες κλάπηκαν από την κεντρική Ινδία, από το σημείο όπου φυλάσσονταν από το 1948, δηλαδή από τη χρονιά όπου δολοφονήθηκε.
Η αστυνομία επιβεβαίωσε πως η κλοπή αποτελεί μια «επιζήμια» πράξη για το έθνος και πιθανή διατάραξη της ειρήνης.
Ο Μανγκαλντίπ Τιγουάρι, ο οποίος φροντίζει το μνημείο έκανε λόγο για εικόνες ντροπής. «Άνοιξα τις πύλες, νωρίς το πρωί, επειδή ήταν η ημέρα των γενεθλίων του Γκάντι. Όταν γύρισα, γύρω στις 11 το βράδυ, βρήκα τις στάχτες του να λείπουν και την εικόνα του κατεστραμμένη.», δήλωσε ο φύλακας.
Ο επαναστάτης ακτιβιστής και πατέρας των Ινδών
O Μαχάτμα Γκάντι γεννήθηκε στις 2 Οκτωβρίου 1869 ως Μοχάντας Καραμτσάντ Γκάντι. Ήταν Ινδός πολιτικός, στοχαστής και επαναστάτης ακτιβιστής. Υπήρξε η κεντρική μορφή του εθνικού κινήματος για την ινδική ανεξαρτησία και εμπνευστής της μεθόδου παθητικής αντίστασης χωρίς τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών.
Η διδασκαλία του επηρέασε το διεθνές κίνημα για την ειρήνη και μαζί με τον ασκητικό βίο του συνέτειναν στο να καταστεί παγκόσμιο σύμβολο και ορόσημο της φιλοσοφικής και κοινωνικοπολιτικής διανόησης του 20ού αιώνα. Έγινε ευρύτερα γνωστός με την προσωνυμία Μαχάτμα, που φέρεται να του απέδωσε στα 1915 ο Ινδός νομπελίστας ποιητής και φιλόσοφος Ραμπιντρανάθ Ταγκόρ και στα σανσκριτικά σημαίνει Μεγάλη Ψυχή.
Τα γενέθλια του Γκάντι στις 2 Οκτωβρίου εορτάζονται στην Ινδία ως Γκάντι Τζαγιάντι (μια από τις σημαντικότερες εθνικές αργίες) και παγκοσμίως ως η Παγκόσμια Ημέρα μη Βίας. Θεωρείται από πολλούς ότι είναι, αλλά επίσημα δεν θεωρείται εθνοπατέρας στην Ινδία. Ο Γκάντι είναι γνωστός και ως Μπαπού που στα γκουτζαράτι σημαίνει πατέρας.
Ο Γκάντι γεννήθηκε σε μια μικρή πόλη της δυτικής Ινδίας, την Πορμπαντάρ, σε ένα δωμάτιο χωρίς παράθυρα στο σπίτι της οικογένειας. Η οικογένειά του καταγόταν από την κάστα Βανισίγια (σύμφωνα με την ινδουιστική παράδοση η κοινωνία διαχωρίζεται σε κάστες).
Ο παππούς του ήταν τοπικός κυβερνήτης του Πορμπαντάρ θέση στην οποία τον διαδέχτηκε ο γιος του και πατέρας του Μαχάτμα, Καραμτσάντ. Η μητέρα του, Πουτλιμπάι, που ήταν η τέταρτη σύζυγος του Καραμτσάντ (οι τρεις προηγούμενες είχαν πεθάνει κατά τη διάρκεια της γέννας) επηρέασε καταλυτικά το χαρακτήρα του με την αγνότητα του βίου της, την ευγένειά και τη θρησκευτική πίστη.
Μεγάλωσε σε ένα οικογενειακό περιβάλλον, το οποίο ασπαζόταν τις απόψεις του τοπικού θρησκευτικού κινήματος της Γκουτζαράτ, Τζαΐν, που πρέσβευε τις αρχές του μη-τραυματισμού οποιουδήποτε ζωντανού πλάσματος, τη χορτοφαγία, τη νηστεία ως μέθοδο αυτοκάθαρσης και την αμοιβαία ανοχή μεταξύ των μελών των διάφορων καστών και θρησκευτικών κινημάτων.
Το 1876 η οικογένειά του μετακόμισε στην πόλη Ρατζκότ και ο Μαχάτμα εγγράφηκε στο σχολείο. Την ίδια χρονιά αρραβωνιάστηκε την συνομήλική του Καστουρμπάι, κόρη του εμπόρου Γκοκούλντας Μακάντζι. Λόγω του γάμου έχασε ένα σχολικό έτος αλλά το κάλυψε επιταχύνοντας τα μαθήματα του. Το 1881 εισήλθε στο Γυμνάσιο Λύκειο Άλφρεντ και δύο χρόνια αργότερα παντρεύτηκε την Καστουρμπάι. Μαζί απέκτησαν τέσσερα παιδιά.
Στις 16 Νοεμβρίου 1885 πέθανε ο πατέρας του σε ηλικία 63 ετών. Το 1887 επέτυχε στις εισαγωγικές εξετάσεις και εισήλθε στο Κολλέγιο Σαμάλντας, αλλά οι σπουδές εκεί του φάνηκαν δύσκολες και η ατμόσφαιρα δυσάρεστη ώστε παρακολούθησε μόνο ένα ακαδημαϊκό έτος. Έτσι εγκατέλειψε το φθηνότερο κολέγιο που μπορούσε να παρακολουθήσει. Μετά από αυτό ένας οικογενειακός φίλος, ο Μάβτζι Ντάβε Τζοσίτζι, πρότεινε πως εάν ο Μαχάτμα επιθυμούσε να αναλάβει τη θέση του πατέρα του θα ήταν καλό να σπουδάσει νομικά, σπουδές που θα διαρκούσαν τρία χρόνια στο Λονδίνο. Έτσι ο νεαρός Γκάντι εκμεταλλευόμενος αυτήν την πρόταση μετέβη στην πρωτεύουσα της τότε Βρετανικής Αυτοκρατορίας στις 4 Σεπτεμβρίου 1888 και εγγράφηκε στο Γιουνιβέρσιτι Κόλετζ του Λονδίνου.
Ο Γκάντι φανταζόταν την Αγγλία σαν το κέντρο του πολιτισμού, χώρα φιλοσόφων και ποιητών. Η φανταστική του εικόνα όμως υπεχώρησε όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με τον χλευασμό συμφοιτητών για τις ιδιαίτερες πολιτισμικές του συνήθειες ενώ συνάμα δυσκολευόταν να προσαρμοστεί προς τον δυτικό τρόπο ένδυσης και συμπεριφοράς. Ο Γκάντι το 1890 με μέλη της Ένωσης Χορτοφάγων Λονδίνου.
Η παραμονή του στο Λονδίνο επηρεάστηκε από την υπόσχεση, την οποία είχε δώσει στη μητέρα του, ενώπιον του μοναχού Μπετσάρτζι της ομάδας Τζαΐν, να απέχει από την κρεοφαγία, την οινοπνευματοποσία και την ερωτική ελευθεριότητα. Αν και πειραματίστηκε στην υιοθέτηση ορισμένων αγγλικών συνηθειών, εν τούτοις παρέμεινε χορτοφάγος συμμετέχοντας στην Ένωση Χορτοφάγων του Λονδίνου, όπου ανήκε και ο Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, εκλεγόμενος μάλιστα και μέλος της εκτελεστικής της επιτροπής.
Μερικά από τα μέλη της Ένωσης ήταν επίσης μέλη της Θεοσοφικής Εταιρείας, η οποία είχε ιδρυθεί το 1875 με σκοπό την προώθηση της παγκόσμιας συναδέλφωσης και επικέντρωνε στη μελέτη της βουδιστικής και ινδικής βραχμανικής λογοτεχνίας. Αυτοί παρότρυναν τον Γκάντι να διαβάσει τη Μπαγκαβάντ-Γκίτα. Το ίδιο διάστημα ένας Χριστιανός φίλος του του πρότεινε να διαβάσει τη Βίβλο. Αν και βρήκε δύσκολη και ανιαρή την ανάγνωση της Παλαιάς Διαθήκης ενθουσιάστηκε με την Καινή Διαθήκη και ιδιαίτερα με την «Επί του Όρους ομιλία». Μη έχοντας επιδείξει προηγουμένως ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη θρησκεία μελέτησε θρησκευτικά έργα και πραγματείες, γεγονός που του ενεφύσησε την αρχή για τον σεβασμό κάθε θρησκείας και την υπεράσπιση της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας.
Αφού πέρασε με επιτυχία τις εξετάσεις του τελευταίου έτους και έλαβε το πτυχίο του απέπλευσε για την Ινδία στις 10 Ιουνίου του 1891. Φθάνοντας στη Βομβάη πληροφορήθηκε ότι η μητέρα του είχε πεθάνει. Οι συγγενείς του σκόπιμα είχαν αποκρύψει την είδηση προκειμένου να αποφύγει τον συναισθηματικό κλονισμό, ως τόσο μακριά από την πατρίδα. Αρχικά έμεινε για λίγο στο Ρατζκότ αναλαμβάνοντας την εκπαίδευση του μικρού γιου του και των παιδιών του αδελφού του, ενώ λίγο αργότερα αποφάσισε να ανοίξει δικηγορικό γραφείο στη Βομβάη. Εκεί παρέμεινε μερικούς μήνες αναλαμβάνοντας μόνο μια μικρή υπόθεση. Όταν όμως προσήλθε στο δικαστήριο για να αγορεύσει έχασε το θάρρος του και δεν κατάφερε να αρθρώσει ούτε μία λέξη.
Η αποτυχία στη Βομβάη τον έφερε πίσω στο Ρατζκότ όπου προσπάθησε να σταδιοδρομήσει επαγγελματικά. Και εκεί όμως δεν κατάφερε να προοδεύσει και επί πλέον ένιωθε άβολα μέσα σ’ ένα περιβάλλον γεμάτο ασήμαντες δολοπλοκίες και μικροπρέπειες. Τότε του προτάθηκε από την εταιρεία Dada Abdulla & Co. να την αντιπροσωπεύσει σε μία δικαστική υπόθεση στην αποικία του Νατάλ στην Νότια Αφρική. Ο Γκάντι ενθουσιάστηκε από την προσφορά και ξεκίνησε για την Αφρική τον Απρίλιο του 1893.
Φτάνοντας στη Νότια Αφρική βρέθηκε αντιμέτωπος με τον φυλετικό διαχωρισμό του απαρτχάιντ, ο οποίος εκδηλωνόταν από τους λευκούς εποίκους εις βάρος των ντόπιων έγχρωμων και των Ινδών μεταναστών. Ο ίδιος ο Γκάντι εκδιώχθηκε από την αίθουσα του δικαστηρίου επειδή αρνούνταν να βγάλει το παραδοσιακό ινδικό τουρμπάνι ενώ ακόμη μία φορά δέχθηκε βία από τον οδηγό ταχυδρομικής άμαξας λόγω του ότι αρνήθηκε να παραχωρήσει τη θέση του σε κάποιον Ευρωπαίο επιβάτη. Αυτή η κατάσταση τον οδήγησε να δραστηριοποιηθεί πολιτικά, υπερασπιζόμενος τα ανθρώπινα δικαιώματα των συμπατριωτών του.
Κατά την εικοσάχρονη παραμονή στη Νότια Αφρική φυλακίστηκε πολλές φορές για τους αγώνες του. Εκεί πρώτη φορά ξεκίνησε να διδάσκει την τακτική της παθητικής αντίστασης, μιας μεθόδου με σαφείς αναφορές στη σκέψη του κορυφαίου Ρώσου συγγραφέα Λέοντα Τολστόι. Στην άρνησή για τη χρήση βίας έναντι των καταπιεστών επηρεάστηκε, όπως ο ίδιος έλεγε, από τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού και τον Αμερικανό συγγραφέα Χένρι Θορό, ο οποίος είχε γράψει ένα δοκίμιο για την πολιτική ανυπακοή.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος των Μπόερς ο Γκάντι οργάνωσε σώμα τραυματιοφορέων για το βρετανικό στρατό και διηύθυνε μία μονάδα του Ερυθρού Σταυρού. Μετά τη λήξη του πολέμου επέστρεψε στον αγώνα για τα δικαιώματα των Ινδών μεταναστών και στα 1910 ίδρυσε το αγρόκτημα Τολστόι, κοντά στο Ντάρμπαν, μια συνεταιριστική παροικία για Ινδούς.
Αργότερα η κυβέρνηση της Νοτιοαφρικανικής Ένωσης έκανε σημαντικές παραχωρήσεις στις απαιτήσεις του Γκάντι, συμπεριλαμβανομένης της αναγνώρισης των ινδικών γάμων και της κατάργησης του κεφαλικού φόρου. Έτσι αφού κατάφερε την απόδοση ουσιωδών δικαιωμάτων στους συμπατριώτες του αποφάσισε να επιστρέψει τον ίδιο χρόνο στην Ινδία.