Το 2025 θα είναι άλλη μία χρονιά που η Ελλάδα θα ξεχωρίσει, με την ανάπτυξη να εξακολουθεί να υπεραποδίδει έναντι της Ευρωζώνης, με ώθηση από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης και τις επενδύσεις, συνεχίζοντας στην οδό της δημοσιονομικής σύνεσης και της επίτευξης των στόχων, με την ταχεία αποκλιμάκωση του δείκτη χρέους να έχει παγιωθεί, όπως εκτιμούν ευρέως οι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι.
Παρά την αύξηση της αβεβαιότητας και των κινδύνων λόγω της επιστροφής Τραμπ στον Λευκό Οίκο, η Ελλάδα εκτιμάται πως είναι σχετικά προστατευμένη από τις επιπτώσεις των δασμών και της αλλαγής της εμπορικής πολιτικής των ΗΠΑ.
Αν και δεν αναμένεται να παραμείνει αλώβητη από την επιβράδυνση της ευρωπαϊκής οικονομίας, η Ελλάδα έχει ωστόσο τη δική της δυναμική, με ισχυρή ανάπτυξη του ΑΕΠ, ενώ η κυβέρνηση συνεχίζει το μομέντουμ των μεταρρυθμίσεων, και αυτά ένα μέρει μετριάζουν τον αντίκτυπο των εξωτερικών πιέσεων.
Παράλληλα είναι μια οικονομία που στηρίζεται περισσότερο στις υπηρεσίες, όπως ο τουρισμός, και όχι τόσο στις εξαγωγές προϊόντων, οπότε οι δασμοί δεν θα έχουν τόσο μεγάλο αντίκτυπο.
Οι κρίσιμες ημερομηνίες για την ετυμηγορία των οίκων
Ένα από τα μεγάλα θέματα του 2025 θα είναι το κατά πόσον η Ελλάδα θα μπορέσει να ανέβει κι άλλο σκαλοπάτι από τη χαμηλή επενδυτική βαθμίδα όπου βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε μέσο όρο, καθώς και πότε η Moody’s θα δώσει και αυτή την επενδυτική βαθμίδα στη χώρα. Οι απαντήσεις θα αρχίσουν να δίνονται από τον Μάρτιο, όταν οι οίκοι ξεκινούν τις αξιολογήσεις τους για το έτος. Η Moody’s έχει προγραμματίσει να αξιολογήσει την Ελλάδα στις 14 Μαρτίου και στις 19 Σεπτεμβρίου, και εκτιμάται ευρέως ότι έως το φθινόπωρο θα έχει κάνει και αυτή το μεγάλο βήμα. Η DBRS είναι πάντως ο οίκος που ξεκινά πρώτος τα reviews, 3 Μαρτίου ενώ η δεύτερη προγραμματισμένη αξιολόγησή της είναι στις 5 Σεπτεμβρίου. Η S&P ακολουθεί στις 18 Απριλίου και στις 17 Οκτωβρίου, η Fitch στις 16 Μαΐου και στις 14 Νοεμβρίου, ενώ η Scope Ratings, η οποία είναι και η μόνη που έχει αναβαθμίσει την Ελλάδα εντός της επενδυτικής βαθμίδας, θα ανακοινώσει την αξιολόγησή της στις 30 Μαΐου και στις 7 Νοεμβρίου.
Σε πρόσφατα reports τους οι DBRS και S&P ξεκαθάρισαν ποιοι είναι οι παράγοντες που θα τις οδηγήσουν να αναβαθμίσουν κι άλλο την Ελλάδα, με τα ραντάρ τους να είναι στραμμένα στην πορεία του δείκτη χρέους, στις μεταρρυθμίσεις και στις βελτιώσεις ή μη του τραπεζικού συστήματος.
Η DBRS επισήμανε πως η Ελλάδα αποτελεί μία από τις λίγες χώρες στην Ευρώπη που είδαν αναβαθμίσεις φέτος χάρη κυρίως στις βελτιώσεις του τραπεζικού συστήματος και της δυναμικής του χρέους, καθώς και στην ισχυρή ανάπτυξη και τις επενδύσεις, με στήριξη από τα κεφάλαια της Ε.Ε.
Όπως τόνισε, η αξιολόγηση της Ελλάδας θα μπορούσε να αναβαθμιστεί εάν: 1) σημειωθεί περαιτέρω βελτίωση της κατάστασης του τραπεζικού συστήματος, 2) συνεχιστούν οι υγιείς δημοσιονομικές επιδόσεις, υποστηριζόμενες από διατηρούμενα πρωτογενή πλεονάσματα και σημαντική μείωση του δείκτη χρέους, και 3) συνεχιστεί η εφαρμογή μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν τις επενδύσεις, βελτιώνοντας έτσι τις μακροπρόθεσμες προοπτικές ανάπτυξης.
Ο οίκος θα μπορούσε να υποβαθμίσει τις προοπτικές και πάλι σε σταθερές, εάν ο τραπεζικός τομέας δεν καταφέρει να μειώσει τις ευπάθειές του, εάν η μείωση του δείκτη χρέους υστερήσει σημαντικά ή εάν η βελτίωση των προοπτικών ανάπτυξης ανασταλεί. Παράλληλα, οι παράγοντες που θα οδηγούσαν την DBRS να υποβαθμίσει την αξιολόγηση της Ελλάδας περιλαμβάνουν: 1) την παρατεταμένη αποδυνάμωση της δημοσιονομικής πειθαρχίας που να θέτει τον δείκτη του δημόσιου χρέους σε μια διαρκή ανοδική τάση και 2) την ανατροπή των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Από την πλευρά της η S&P σημείωσε πως η Ελλάδα είναι μία από τις επτά χώρες στην Ευρώπη που έχουν θετικές προοπτικές, κάτι που αντανακλά την ισχυρή οικονομική ανάπτυξη και τη μείωση του χρέους, ενώ οι ισχυρές εξαγωγές υπηρεσιών, συμπεριλαμβανομένου του τουρισμού, στηρίζουν την οικονομία και την ταχεία βελτίωση των δημόσιων οικονομικών.
Οι θετικές προοπτικές που έχει δώσει στην αξιολόγηση ΒΒΒ- της Ελλάδας αντανακλούν την προσδοκία ότι στους επόμενους 24 μήνες θα συνεχιστεί η μείωση του χρέους, ενώ η αύξηση του ΑΕΠ θα συνεχίσει να υπεραποδίδει των περισσότερων χωρών της Ευρωζώνης, σε ορίζοντα 24 μηνών, εξηγεί ο οίκος προσθέτοντας πως αναμένει ότι η ανάπτυξη στη χώρα μας θα κινηθεί στο 2,5% το 2025, από 2,6% φέτος.
Για να αναβαθμίσει εκ νέου την αξιολόγηση της Ελλάδας, η S&P θέλει να δει περαιτέρω μείωση του δείκτη χρέους, κάτι που θα μπορούσε να είναι αποτέλεσμα των συνεχιζόμενων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα, την πλήρη αξιοποίηση των μεγάλων πόρων που είναι διαθέσιμοι από το Ταμείο Ανάκαμψης και τη διατήρηση ισχυρών πρωτογενών πλεονασμάτων για παρατεταμένη περίοδο.
Αντίθετα, θα μπορούσε να υποβαθμίσει τις προοπτικές της Ελλάδας σε σταθερές, εάν οι δημοσιονομικές επιδόσεις και οι εξωτερικές ανισορροπίες, όπως το υψηλό έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, επιδεινωθούν πέραν των προσδοκιών της. Κάτι τέτοιο, όπως εξήγησε, θα μπορούσε να συμβεί εάν οι γεωπολιτικές και εξωτερικές πιέσεις επηρεάσουν την οικονομία περισσότερο από ό,τι αναμένεται.
Τι προβλέπουν οι επενδυτικοί οίκοι
Με μπαράζ εκθέσεων, οι μεγάλοι διεθνείς επενδυτικοί οίκοι έχουν δηλώσει απόλυτα αισιόδοξοι για την Ελλάδα και το 2025, υπογραμμίζοντας τα πόσα έχει καταφέρει η χώρα σε δημοσιονομικό επίπεδο από την εποχή της κρίσης. Εκτιμούν πως η ανάπτυξη το επόμενο έτος θα κινηθεί κοντά στο 2%, ενώ ο δείκτης χρέους θα συνεχίσει να υποχωρεί στηρίζοντας τις περαιτέρω αναβαθμίσεις του ελληνικού rating.
UBS: Στο 140% του ΑΕΠ το χρέος από το 2026
Έτσι, η UBS βλέπει ταχεία αποκλιμάκωση του χρέους και από το 152% του ΑΕΠ φέτος θα φθάσει στο 146% του ΑΕΠ το 2025 και στο 140% του ΑΕΠ το 2026, ενώ τοποθετεί την ανάπτυξη στο 2,8% το 2025, ενώ για το 2026 η εκτίμησή της κινείται στο 2,3%. Όπως τονίζει, είναι πολύ θετική για το ελληνικό story, κυρίως χάρη στην απορρόφηση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης αλλά και του πιο εύρωστου καταναλωτικού περιβάλλοντος, ενώ εκτιμά πως η κυβέρνηση θα πετύχει “άνετα” τους δημοσιονομικούς στόχους.
Για τα επόμενα δύο χρόνια η ανάπτυξη θα στηριχθεί ακόμη περισσότερο από τη διάθεση των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, που αναμένεται να εκτιναχθούν στο 4% του ΑΕΠ το 2025 και στο 4,6% του ΑΕΠ το 2026. Αυτό θα επιτρέψει στις πάγιες επενδύσεις να αυξηθούν κατά 8,5% κατά μέσον όρο τη διετία, από 5% το 2023-2024.
Ο ελβετικός οίκος δεν βλέπει εμπόδια στην ανάπτυξη που να σχετίζονται με τη δημοσιονομική εξυγίανση, καθώς το πρωτογενές πλεόνασμα έχει ήδη σταθεροποιηθεί σε καλά επίπεδα και η κυβέρνηση βρίσκεται σε καλό δρόμο για την επίτευξη του στόχου του 2,5% του ΑΕΠ για το 2025 και του 2,4% του ΑΕΠ για το 2026.
“Ταύροι” για το ελληνικό story JPΜ, BofA, Capital Economics, Wood
Σε overweight αναβάθμισε την Ελλάδα η JP Morgan, λόγω, όπως εξήγησε, της νέας κανονικότητας της ελληνικής οικονομίας, η οποία καταγράφει αξιοπρεπή ανάπτυξη, με τη μεγαλύτερη αύξηση του ΑΕΠ σε σχέση με όλη την Ευρωζώνη, και λόγω της εκκαθάρισης των ισολογισμών των τραπεζών που οδηγούν σε αυξανόμενες αποδόσεις κεφαλαίων.
Αν υποτεθεί ότι η εκτίμηση της αγοράς για την πορεία της ελληνική οικονομίας είναι σωστή, το 2025 θα είναι η τέταρτη συνεχόμενη χρονιά αύξησης του πραγματικού ΑΕΠ κοντά στο 2% στην Ελλάδα, τόνισε η JPM. Δεδομένου του τι έχει πετύχει η χώρα από την περίοδο της κρίσης, η πρόοδος είναι εκπληκτική, όπως σημείωσε. Το ελληνικό ΑΕΠ το 2025 θα έχει αυξηθεί περισσότερο από 20% από το χαμηλό του 2020 σε πραγματικούς όρους. Οι αποδόσεις του ελληνικού 10ετούς είναι πλέον 40 μ.β. φθηνότερες από αυτές των ιταλικών ομολόγων, ενώ πρόσφατα νίκησαν και τις γαλλικές αποδόσεις, όπως τονίζει.
Πολύ ισχυρές οικονομικές επιδόσεις, εξαιρετικά θετικές προοπτικές στα μάκρο και τα ομόλογα, πολύ ισχυρή δημοσιονομική εικόνα και νέες αναβαθμίσεις από τους οίκους προσεχώς βλέπει από την πλευρά της η Bank of America για την Ελλάδα.
Ο επενδυτικός οίκος επισημαίνει πως η ελληνική οικονομία επωφελείται από σημαντικούς “κυκλικούς ανέμους”: την κάλυψη του κενού στις επενδύσεις (βοηθήθηκε επίσης από το εθνικό σχέδιο ανάκαμψης και ανθεκτικότητας, RRP) και τη συνεχιζόμενη δημοσιονομική σύνεση και δέσμευση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Εάν η τρέχουσα τάση συνεχιστεί, όπως αναμένει η BofA, η Ελλάδα θα πρέπει να είναι σε καλό δρόμο για περαιτέρω αναβαθμίσεις αξιολόγησης, πιθανώς να ξεπεράσει και αυτή της Ιταλίας.
Η BofA συνεχίζει να πιστεύει ότι η οικονομία θα έχει από τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρωζώνη το 2025/2026. Η εγχώρια ζήτηση είναι πιθανό να παραμείνει η κύρια κινητήρια δύναμη του ΑΕΠ – ενώ οι καθαρές εξαγωγές θα αρχίσουν να συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη ξεκινώντας από το δεύτερο εξάμηνο του 2024. Τα πραγματικά κέρδη διαθέσιμου εισοδήματος και οι βελτιώσεις στην αγορά εργασίας θα διαδραματίσουν βασικό ρόλο στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ενώ η εφαρμογή του RRP και η συνεχής προσπάθεια για την κάλυψη του χάσματος επενδύσεων έναντι των ετών κρίσης θα οδηγήσουν στην ανάκαμψή τους.
Και η Capital Economics εκτιμά πως η Ελλάδα θα συνεχίσει να έχει καλύτερες επιδόσεις έναντι της ευρύτερης οικονομίας της Ευρωζώνης και το βάρος του δημόσιου χρέους της θα συνεχίσει να μειώνεται, όπως εκτιμά η Capital Economics, προβλέποντας πως η ανάπτυξη θα διαμορφωθεί στο 2% το 2025 και στο 1,9% το 2026.
Αν και οι επενδύσεις συρρικνώθηκαν απότομα το τρίτο τρίμηνο, θα συνεχίσουν να αποτελούν καταλύτη για την ανάπτυξη τα επόμενα τρίμηνα, βοηθούμενες από εκταμιεύσεις από το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, όπως σημειώνει. Σύμφωνα με τον οίκο, οι πάγιες επενδύσεις θα κινηθούν με ρυθμό 2,7% το 2025 και 3,5% το 2023. Η κατανάλωση των νοικοκυριών θα αυξηθεί επίσης σταθερά τα επόμενα δύο χρόνια, όπως εκτιμά, καθώς η αύξηση των πραγματικών μισθών ενισχύει τα πραγματικά εισοδήματα.
Επίσης, οι πειθαρχημένες δαπάνες της κυβέρνησης και τα υγιή πρωτογενή πλεονάσματα του Προϋπολογισμού βελτιώνουν σταθερά τα δημόσια οικονομικά. Η κυβέρνηση σχεδιάζει να μειώσει το έλλειμμα σε λιγότερο από 1% του ΑΕΠ το επόμενο έτος. Και το δημόσιο χρέος θα πρέπει να συνεχίσει να μειώνεται ως ποσοστό του ΑΕΠ, το οποίο θα κρατήσει υπό έλεγχο τα spreads των ομολόγων. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Capital Economics, ο δείκτης χρέους θα διαμορφωθεί από 155% φέτος στο 145%το 2025 και στο 141% το 2026
Στο 2% εκτιμά η Wood ότι θα κινηθεί η ανάπτυξη στην Ελλάδα το 2025, από 2,4% φέτος, και στο 2,7% το 2027. Η προσδοκία και αυτής είναι ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να υπεραποδίδει σημαντικά της Ευρωζώνης και να αναπτύσσεται κατά 2% ή περισσότερο τα επόμενα χρόνια χάρη στην ενίσχυση των επενδύσεων και των σταδιακών βελτιώσεων του τουρισμού και του βιομηχανικού τομέα. Όπως σημειώνει, παράλληλα, η Ελλάδα είναι καλύτερα προστατευμένη έναντι της επιδείνωσης των εμπορικών εντάσεων παγκοσμίως από τις περισσότερες άλλες χώρες της Ε.Ε.
Το ποσοστό επενδύσεων στην Ελλάδα έχει αυξηθεί στο 18,5% του ΑΕΠ το δεύτερο τρίμηνο του 2024, από 14,6% έναν χρόνο νωρίτερα, επιβεβαιώνοντας ότι ο συνδυασμός δυναμικών κεφαλαίων της Ε.Ε., άμεσων ξένων επενδύσεων και καλύτερων εταιρικών ισολογισμών, προσφέρει μια βελτίωση στον κύκλο κεφαλαίων που έλειπε την περασμένη δεκαετία, όπως αναφέρει η Wood.
Η Ελλάδα “πετάει”, λένε Goldman Sachs και Wood
H Goldman Sachs προβλέπει ότι το χρέος προς το ΑΕΠ στην Ελλάδα θα μειωθεί περαιτέρω φτάνοντας το 145% του ΑΕΠ το 2025, ενώ το Ταμείο Ανάκαμψης θα συνεχίσει να παρέχει θετική ώθηση στην ανάπτυξη του ΑΕΠ και το επόμενο έτος. Μαζί με τις οικονομίες του Νότου, η ελληνική θα ξεχωρίσει, όπως εκτιμά.
Η συνήθης εξήγηση για την υπεραπόδοση της Ισπανίας, της Πορτογαλίας και της Ελλάδας κατά τη διάρκεια της ενεργειακής κρίσης μετά την πανδημία είναι η ένταση των υπηρεσιών αυτών των οικονομιών και η ώθηση ειδικότερα από τον τουριστικό τομέα. Ενώ αυτό το χαρακτηριστικό έχει συμβάλει στην ταχύτερη ανάκαμψη, η αναβίωση της δραστηριότητας των υπηρεσιών έχει επεκταθεί πέρα από τον τουριστικό τομέα, με τη μέση αύξηση στις υπηρεσίες υψηλής αξίας (ακίνητα, χρηματοοικονομικά και τεχνολογίες πληροφοριών και επικοινωνιών) να είναι σχεδόν διπλάσια από ό,τι στις υπηρεσίες ταξιδιού και φιλοξενίας. Η ανάκαμψη της μεταποιητικής δραστηριότητας και η στροφή προς υπηρεσίες υψηλότερης προστιθέμενης αξίας διευκόλυναν την ανάκαμψη της παραγωγικότητας της εργασίας σε αυτές τις τρεις χώρες.
Προσβλέποντας στο μέλλον, οι δυνατότητες κάλυψης του επενδυτικού χάσματος που έχουν επιδείξει η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα μετά την πανδημία παραμένει σε ισχύ. Ως εκ τούτου, η Goldman αναμένει ότι η οικονομική υπεραπόδοση και η σχετική αύξηση της παραγωγικότητας θα συνεχιστούν το 2025, αν και με βραδύτερο ρυθμό από ό,τι φέτος. Επομένως, διατηρεί μια εποικοδομητική άποψη για τις τρεις οικονομίες και το δημόσιο χρέος τους.
Ανάλογες είναι και οι απόψεις της HSBC. Όπως επισημαίνει, μόλις δέκα χρόνια μετά την κρίση της Ευρωζώνης –και με μια πανδημία και την ενεργειακή κρίση ενδιάμεσα– οι χώρες της περιφέρειας φαίνεται να έχουν γυρίσει επιτέλους σελίδα. Οι πρόσφατοι ρυθμοί ανάπτυξης συχνά ξεπέρασαν τον μέσο όρο της Ευρωζώνης (σε ορισμένες περιπτώσεις με μεγάλο περιθώριο), ενώ η συνολική οικονομική κατάσταση φαίνεται πολύ πιο βιώσιμη. Οι περιφερειακές οικονομίες έχουν τώρα από τα χαμηλότερα ελλείμματα δημόσιων οικονομικών στην Ευρωζώνη, με αξιοσημείωτη εξαίρεση την Ιταλία.
Οι σκληρές μεταρρυθμίσεις για την αύξηση της ευελιξίας της αγοράς εργασίας έχουν ωθήσει τα ποσοστά συμμετοχής του εργατικού δυναμικού και διευκόλυναν μια σημαντική προσαρμογή του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος. Σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις στην αγορά προϊόντων και τη βελτιωμένη πρόσβαση σε ξένους επενδυτές, συνέβαλε στη βελτίωση της εξωτερικής ανταγωνιστικότητας αυτών των χωρών, τονίζει η HSBC.
Επιπλέον, ο τουριστικός τομέας –ο οποίος σε ορισμένες περιπτώσεις όπως η Πορτογαλία ή η Ελλάδα αντιπροσωπεύει το 10% του ΑΕΠ μόνο ως προς τις ξένες εισπράξεις– ανθεί τα τελευταία χρόνια, συμβάλλοντας στην αύξηση του μεριδίου των εξαγωγών στο ΑΕΠ. Η βελτιωμένη ανταγωνιστικότητα είναι επίσης εμφανής όταν εξετάζονται οι διεθνείς συγκρίσεις. Σύμφωνα με το Παγκόσμιο Κέντρο Ανταγωνιστικότητας, η Ιρλανδία από την 24η θέση στον κόσμο σε ανταγωνιστικότητα το 2011 έφτασε στην 4η πέρυσι και η Ελλάδα από την 58η στην 47η.
Κοιτάζοντας το μέλλον, με περιθώρια περαιτέρω ανάπτυξης στον τουρισμό και τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, οι προοπτικές για πολλές οικονομίες της περιφέρειας φαίνονται σχετικά ευοίωνες, σημειώνει η HSBC.