Σύμφωνα με τη «Μηχανή του Χρόνου», όλα ξεκίνησαν στις 10 το πρωί στο ναό της Αγίας Τριάδας, όταν συγκεντρώθηκαν συγγενείς και φίλοι για το μνημόσυνο του Νικόλαου Αποστολόπουλου. Φεύγοντας τους πρόσφεραν τα παραδοσιακά κόλλυβα που μοιράζουν στην εκκλησία
Μία ώρα αργότερα όμως, κάποιοι από αυτούς που είχαν βρεθεί στο μνημόσυνο άρχισαν να πέφτουν νεκροί. Όλοι τους είχαν γευθεί τα κόλλυβα. Μόνο που δεν ήξεραν ότι για ζάχαρη περιείχαν παραθείο, το γνωστό δηλητηριώδες φυτοφάρμακο. Περισσότεροι από 90 δηλητηριάστηκαν από τους 150 που έφαγαν τα κόλλυβα, ενώ 17 βρήκαν τραγικό θάνατο από πνευμονικό οίδημα.
«Όλο το χωριό ήταν εκεί. Μοιράστηκαν από δίσκο τα κόλλυβα και όταν σχόλασε η εκκλησία άλλοι πήγαν στα σπίτια τους και άλλοι στο καφενείο… Σ’ ένα καφενείο πήγα και ’γω μαζί με άλλους χωριανούς. Ξαφνικά ένιωσα τη γλώσσα μου να μπερδεύεται, μου ήρθε σκοτοδίνη, άρχισα να νιώθω πόνους που μεγάλωναν διαρκώς, κρατήθηκα να μην πέσω… Είχα φάγει από τους πρώτους κόλλυβα, ένιωσα πρώτος το δηλητήριο! Με έσωσε ο εμετός που έκαμα…», ανέφερε ένας από τους «τυχερούς» επιζήσαντες, ο Κωνσταντίνος Κουκούτσης, και πρόσθεσε: «Στα καφενεία άλλοι που επίσης είχαν φάει κόλλυβα, έπεφταν σαν ζαλισμένα κοτόπουλα, ενώ από τα σπίτια του χωριού ακούγονταν ξεφωνητά και επικλήσεις για βοήθεια. Ποιος να την προσφέρει;».
Χωρίς γιατρό η Στύλια
Δυστυχώς στην Στύλια Ναυπακτίας δεν υπήρχε γιατρός και οι απελπισμένοι κάτοικοι απευθύνθηκαν για βοήθεια στα γειτονικά χωριά. Την κατάσταση δυσκόλεψε το γεγονός ότι το χωριό απέχει 31 χιλιόμετρα από την πόλη της Ναυπάκτου και λόγω της έλλειψης οδικού δικτύου, η άμεση μεταφορά των ιατρών από τις γύρω περιοχές ήταν αδύνατη.
Αρκετοί κάτοικοι ξεκίνησαν για τη Σύμη σε μια απέλπιδα προσπάθεια να καλέσουν τον κοινοτικό γιατρό της περιοχής. Κανένας όμως, δεν κατάφερε να φτάσει. Μόλις έκαναν τα πρώτα τους βήματα, σωριάζονταν από τους φρικτούς πόνους στην κοιλιά. Ο Τύπος της εποχής περιέγραψε την προσπάθεια των κατοίκων ως «σπαρακτική λιτανεία».
Η αερογέφυρα διάσωσης
Το σπαρακτικό τηλεφώνημα προς το Υπουργείο Πρόνοιας έλεγε: «Οι κάτοικοι του χωριού μας πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλον. Βοήθεια!». Μέσα σε λίγες ώρες, το Υπουργείο, το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας και οι τοπικές υγειονομικές και στρατιωτικές Αρχές κινητοποιήθηκαν για την διάσωση των κατοίκων της Στύλιας.
Το απόγευμα της 13ης Ιουλίου απογειώθηκαν δύο ελικόπτερα από το αεροδρόμιο της Ελευσίνας με προορισμό το χωριό της Ναυπακτίας.
Οι ισχυροί άνεμοι όμως, καθυστέρησαν την επιχείρηση διάσωσης. Παρόλα αυτά χάρη στην αερογέφυρα που δημιούργησαν τα ελικόπτερα, μεταφέρθηκαν 39 άτομα στο Γενικό Νοσοκομείο της Πάτρας.
Ο γιατρός Αν. Σιδέρης που έφτασε πρώτος στη Στύλια και αντίκρισε το φρικτό θέαμα είπε στον Τύπο: «Ήταν κάτι το τρομερό. Όταν έφτασα, μια ώρα μετά τη διανομή του σταριού, βρήκα το χωριό πνιγμένο στο μοιρολόι. Τα παιδιά θρηνούσαν τους γονείς των, οι επιζήσαντες αγωνιούσαν για τους συγγενείς τους. Πενήντα άτομα είχαν συγκεντρωθεί μπροστά στο καφενείο, όπου πηγαίνουν μετά την εκκλησία και ήσαν σε κωματώδη κατάσταση. Όταν έφτασα 15 ήσαν κιόλας νεκροί. Τους άλλους μόνον ένας Θεός μπορούσε να τους γλιτώσει.
Άρχισα αμέσως τον αγώνα. Ενέσεις, άνθρακας, τεχνητές αναπνοές, πλύσεις στομάχων, ακόμη και αφαίμαξις. Όταν αργότερα ήλθαν δύο άλλοι γιατροί από τη Ναύπακτο, χωρισθήκαμε σε συνεργεία και το έργο μας ήταν περισσότερο αποτελεσματικό. Κάναμε περί τις 700 ενέσεις με τους άλλους γιατρούς». Ένας από αυτούς δηλητηριάστηκε από τις αναθυμιάσεις.
Σπαρακτικές εικόνες στο νοσοκομείο
«Όταν τελείωσε το μνημόσυνο, ο νεωκόρος μας μοίρασε τα κόλλυβα. Όλοι πήραμε. Μετά από λίγο, το κοριτσάκι μου, η Ελευθερία, μου είπε: ”Μητέρα με πονάει η κοιλιά μου!”. Δεν έδωσα σημασία στα λόγια της. Σχεδόν ταυτόχρονα, τα ίδια λόγια μου είπε και ο Αριστείδης μου. Φύγαμε αμέσως και πήγαμε στο σπίτι, όπου τους έβρασα ρίγανη. Μα σε λίγο, πρώτος το Αριστείδης και μετά η Ελευθερία μου ξεψύχησαν στην αγκαλιά μου», αφηγήθηκε η Χρυσούλα Αποστολοπούλου, η οποία έχασε δύο παιδιά.
Ο 38χρονος Κωνσταντίνος Αλεξόπουλος χτυπούσε το κεφάλι του στο σίδερο του κρεβατιού, φωνάζοντας: «Θέλω τα παιδάκια μου και τη γυναικούλα μου». Ο άμοιρος πατέρας έχασε τα τρία παιδιά του, την 9χρονη Αρετή, τον 6χρονο Θανάση, την 5χρονη Αγγελική και την αγαπημένη του σύζυγο Βασιλική.
Το μοιραίο λάθος
Ο εισαγγελέας Μεσολογγίου διέταξε τη σύλληψη της Γιαννούλας Αποστολοπούλου, του γιου της Γρηγόρη και της κόρης της Κατερίνας ως ενόχους για την ομαδική δηλητηρίαση. Αναφερόταν: «Οι ανωτέρω ετέλουν το μνημόσυνον του συζύγου της πρώτης και πατρός των άλλων, και εις την οικίαν των παρεσκευάσθησαν τα κόλλυβα εις τα οποία ανεμίχθη αντί συμπληρωματικής ζακχάρεως, δια να “γλυκάνουν τα σπερνά”, ποσότης παραθείου».
Όπως προέκυψε όλα οφείλονταν σε ένα μοιραίο λάθος. Από μια απροσεξία. Ο 35χρονος Γρηγόρης Αποστολόπουλος την προηγούμενη μέρα του μνημόσυνου, αγόρασε από το παντοπωλείο του χωριού τα υλικά για τα κόλλυβα, καθώς και 70 γραμμάρια παραθείο για τα κτήματά του.
Ωστόσο, δεν φύλαξε το δηλητηριώδες φυτοφάρμακο σε ασφαλή θέση, με αποτέλεσμα να γίνει το μπέρδεμα με τη ζάχαρη. Στις 16 Φεβρουαρίου 1964, το Τριμελές Εφετείο της Πάτρας καταδίκασε σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης τον 35χρονο για ανθρωποκτονία εξ αμελείας.
Στον απόηχο αυτής της τραγωδίας, ο υφυπουργός Υγείας της εποχής απαγόρευσε με τηλεγραφική διαταγή το εμπόριο, την κυκλοφορία και την χρήση του παραθείου, το οποίο μέχρι σήμερα είναι απαγορευμένο σε όλη την Ευρώπη.
Σαν σήμερα, στις 13 Ιουλίου 1964 μια πρωτοφανής τραγωδία έπληξε το χωριό Στύλια της ορεινής Ναυπακτίας. Ένα μνημόσυνο του χωριού εξελίχθηκε σε εφιάλτη καθώς 17 άνθρωποι βγήκαν τραγικό θάνατο έπειτα από κατάποση παραθείου που περιείχαν τα κόλλυβα. Ανάμεσα στα θύματα ήταν και μικρά παιδιά.
Σύμφωνα με τη «Μηχανή του Χρόνου», όλα ξεκίνησαν στις 10 το πρωί στο ναό της Αγίας Τριάδας, όταν συγκεντρώθηκαν συγγενείς και φίλοι για το μνημόσυνο του Νικόλαου Αποστολόπουλου. Φεύγοντας τους πρόσφεραν τα παραδοσιακά κόλλυβα που μοιράζουν στην εκκλησία.
Μία ώρα αργότερα όμως, κάποιοι από αυτούς που είχαν βρεθεί στο μνημόσυνο άρχισαν να πέφτουν νεκροί. Όλοι τους είχαν γευθεί τα κόλλυβα. Μόνο που δεν ήξεραν ότι για ζάχαρη περιείχαν παραθείο, το γνωστό δηλητηριώδες φυτοφάρμακο. Περισσότεροι από 90 δηλητηριάστηκαν από τους 150 που έφαγαν τα κόλλυβα, ενώ 17 βρήκαν τραγικό θάνατο από πνευμονικό οίδημα.
«Όλο το χωριό ήταν εκεί. Μοιράστηκαν από δίσκο τα κόλλυβα και όταν σχόλασε η εκκλησία άλλοι πήγαν στα σπίτια τους και άλλοι στο καφενείο… Σ’ ένα καφενείο πήγα και ’γω μαζί με άλλους χωριανούς. Ξαφνικά ένιωσα τη γλώσσα μου να μπερδεύεται, μου ήρθε σκοτοδίνη, άρχισα να νιώθω πόνους που μεγάλωναν διαρκώς, κρατήθηκα να μην πέσω… Είχα φάγει από τους πρώτους κόλλυβα, ένιωσα πρώτος το δηλητήριο! Με έσωσε ο εμετός που έκαμα…», ανέφερε ένας από τους «τυχερούς» επιζήσαντες, ο Κωνσταντίνος Κουκούτσης, και πρόσθεσε: «Στα καφενεία άλλοι που επίσης είχαν φάει κόλλυβα, έπεφταν σαν ζαλισμένα κοτόπουλα, ενώ από τα σπίτια του χωριού ακούγονταν ξεφωνητά και επικλήσεις για βοήθεια. Ποιος να την προσφέρει;».
Χωρίς γιατρό η Στύλια
Δυστυχώς στην Στύλια Ναυπακτίας δεν υπήρχε γιατρός και οι απελπισμένοι κάτοικοι απευθύνθηκαν για βοήθεια στα γειτονικά χωριά. Την κατάσταση δυσκόλεψε το γεγονός ότι το χωριό απέχει 31 χιλιόμετρα από την πόλη της Ναυπάκτου και λόγω της έλλειψης οδικού δικτύου, η άμεση μεταφορά των ιατρών από τις γύρω περιοχές ήταν αδύνατη.
Αρκετοί κάτοικοι ξεκίνησαν για τη Σύμη σε μια απέλπιδα προσπάθεια να καλέσουν τον κοινοτικό γιατρό της περιοχής. Κανένας όμως, δεν κατάφερε να φτάσει. Μόλις έκαναν τα πρώτα τους βήματα, σωριάζονταν από τους φρικτούς πόνους στην κοιλιά. Ο Τύπος της εποχής περιέγραψε την προσπάθεια των κατοίκων ως «σπαρακτική λιτανεία».
Το σπαρακτικό τηλεφώνημα προς το Υπουργείο Πρόνοιας έλεγε: «Οι κάτοικοι του χωριού μας πεθαίνουν ο ένας μετά τον άλλον. Βοήθεια!». Μέσα σε λίγες ώρες, το Υπουργείο, το Γενικό Επιτελείο Αεροπορίας και οι τοπικές υγειονομικές και στρατιωτικές Αρχές κινητοποιήθηκαν για την διάσωση των κατοίκων της Στύλιας.
Το απόγευμα της 13ης Ιουλίου απογειώθηκαν δύο ελικόπτερα από το αεροδρόμιο της Ελευσίνας με προορισμό το χωριό της Ναυπακτίας. Οι ισχυροί άνεμοι όμως, καθυστέρησαν την επιχείρηση διάσωσης. Παρόλα αυτά χάρη στην αερογέφυρα που δημιούργησαν τα ελικόπτερα, μεταφέρθηκαν 39 άτομα στο Γενικό Νοσοκομείο της Πάτρας.
Ο γιατρός Αν. Σιδέρης που έφτασε πρώτος στη Στύλια και αντίκρισε το φρικτό θέαμα είπε στον Τύπο: «Ήταν κάτι το τρομερό. Όταν έφτασα, μια ώρα μετά τη διανομή του σταριού, βρήκα το χωριό πνιγμένο στο μοιρολόι. Τα παιδιά θρηνούσαν τους γονείς των, οι επιζήσαντες αγωνιούσαν για τους συγγενείς τους. Πενήντα άτομα είχαν συγκεντρωθεί μπροστά στο καφενείο, όπου πηγαίνουν μετά την εκκλησία και ήσαν σε κωματώδη κατάσταση. Όταν έφτασα 15 ήσαν κιόλας νεκροί. Τους άλλους μόνον ένας Θεός μπορούσε να τους γλιτώσει.
Άρχισα αμέσως τον αγώνα. Ενέσεις, άνθρακας, τεχνητές αναπνοές, πλύσεις στομάχων, ακόμη και αφαίμαξις. Όταν αργότερα ήλθαν δύο άλλοι γιατροί από τη Ναύπακτο, χωρισθήκαμε σε συνεργεία και το έργο μας ήταν περισσότερο αποτελεσματικό. Κάναμε περί τις 700 ενέσεις με τους άλλους γιατρούς». Ένας από αυτούς δηλητηριάστηκε από τις αναθυμιάσεις.
«Όταν τελείωσε το μνημόσυνο, ο νεωκόρος μας μοίρασε τα κόλλυβα. Όλοι πήραμε. Μετά από λίγο, το κοριτσάκι μου, η Ελευθερία, μου είπε: ”Μητέρα με πονάει η κοιλιά μου!”. Δεν έδωσα σημασία στα λόγια της. Σχεδόν ταυτόχρονα, τα ίδια λόγια μου είπε και ο Αριστείδης μου. Φύγαμε αμέσως και πήγαμε στο σπίτι, όπου τους έβρασα ρίγανη. Μα σε λίγο, πρώτος το Αριστείδης και μετά η Ελευθερία μου ξεψύχησαν στην αγκαλιά μου», αφηγήθηκε η Χρυσούλα Αποστολοπούλου, η οποία έχασε δύο παιδιά.
Ο 38χρονος Κωνσταντίνος Αλεξόπουλος χτυπούσε το κεφάλι του στο σίδερο του κρεβατιού, φωνάζοντας: «Θέλω τα παιδάκια μου και τη γυναικούλα μου». Ο άμοιρος πατέρας έχασε τα τρία παιδιά του, την 9χρονη Αρετή, τον 6χρονο Θανάση, την 5χρονη Αγγελική και την αγαπημένη του σύζυγο Βασιλική.
Ο εισαγγελέας Μεσολογγίου διέταξε τη σύλληψη της Γιαννούλας Αποστολοπούλου, του γιου της Γρηγόρη και της κόρης της Κατερίνας ως ενόχους για την ομαδική δηλητηρίαση. Αναφερόταν: «Οι ανωτέρω ετέλουν το μνημόσυνον του συζύγου της πρώτης και πατρός των άλλων, και εις την οικίαν των παρεσκευάσθησαν τα κόλλυβα εις τα οποία ανεμίχθη αντί συμπληρωματικής ζακχάρεως, δια να “γλυκάνουν τα σπερνά”, ποσότης παραθείου».
Όπως προέκυψε όλα οφείλονταν σε ένα μοιραίο λάθος. Από μια απροσεξία. Ο 35χρονος Γρηγόρης Αποστολόπουλος την προηγούμενη μέρα του μνημόσυνου, αγόρασε από το παντοπωλείο του χωριού τα υλικά για τα κόλλυβα, καθώς και 70 γραμμάρια παραθείο για τα κτήματά του.
Ωστόσο, δεν φύλαξε το δηλητηριώδες φυτοφάρμακο σε ασφαλή θέση, με αποτέλεσμα να γίνει το μπέρδεμα με τη ζάχαρη. Στις 16 Φεβρουαρίου 1964, το Τριμελές Εφετείο της Πάτρας καταδίκασε σε τέσσερα χρόνια φυλάκισης τον 35χρονο για ανθρωποκτονία εξ αμελείας.
Στον απόηχο αυτής της τραγωδίας, ο υφυπουργός Υγείας της εποχής απαγόρευσε με τηλεγραφική διαταγή το εμπόριο, την κυκλοφορία και την χρήση του παραθείου, το οποίο μέχρι σήμερα είναι απαγορευμένο σε όλη την Ευρώπη.