Aκολουθεί ένα άρθρο που αναδημοσιεύθηκε στο Loutrakiblog το 2019, αλλά σήμερα, φαντάζει πιο επίκαιρο απο ποτέ!
Υπάρχουν φράσεις στη γλώσσα μας που προέρχονται από τα εκκλησιαστικά κείμενα. Άλλες από αυτές περιγράφουν καταστάσεις, άλλες χαρακτηρίζουν πρόσωπα και προσδίδουν ένα συγκεκριμένο ύφος στον λόγο μας. Μια από αυτές η «κύμβαλον αλαλάζον».
Τη συγκεκριμένη την εντοπίζουμε στην Α’ προς Κορινθίους Επιστολή, 13.1, στον γνωστό «Ύμνο της Αγάπης». Ο Απόστολος Παύλος, ενώ βρισκόταν στην Έφεσο, έγραψε το κείμενο αυτό προκειμένου να απαντήσει σε ερωτήματα που του είχαν διατυπώσει οι Κορίνθιοι. Ακόμη επιθυμούσε να συμβουλεύσει για ζητήματα που προέκυψαν κατά την απουσία του. Στην πραγματικότητα, προσπαθεί να επιλύσει τις έριδες που είχαν ξεσπάσει στην Εκκλησία της Κορίνθου με αφορμή τα χαρίσματα που επικαλούνταν ότι είχε ο καθένας από τους Χριστιανούς.
Λέει, λοιπόν, ο Παύλος στο χωρίο που μας ενδιαφέρει: ἐὰν ταῖς γλώσσαις τῶν ἀνθρώπων λαλῶ καὶ τῶν ἀγγέλων, ἀγάπην δὲ μὴ ἔχω, γέγονα χαλκὸς ἠχῶν ἢ κύμβαλον ἀλαλάζον.
Και σε νεοελληνική απόδοση: Εάν μιλώ τις γλώσσες των ανθρώπων και των αγγέλων, αλλά δεν έχω αγάπη, έχω γίνει ένας χαλκός που ηχεί ή ένα κύμβαλο που φωνάζει μονότονα.
Τη φράση αυτή σήμερα την χρησιμοποιούμε για να περιγράψουμε έναν τύπο ανθρώπου που είναι όλο λόγια, κάνει φασαρία, αλλά δεν έχει καμιά ουσία. Μπορεί κανείς να φέρει στο μυαλό του πολλά και ποικίλα παραδείγματα που μπορούν να θεωρηθούν κύμβαλα αλαλάζοντα.
Το κύμβαλον πάλι ήταν ένα μουσικό όργανο που αποτελείται από δύο κοίλα μεταλλικά ημισφαίρια που το ένα χτυπούσε στο άλλο.
Το κύμβαλον, όμως, όταν αλαλάζει, κραυγάζει όχι ευχάριστα. Η αρχαία ινδική ρίζα που δίνει το ἀλαλάζω, η alalā, αποδίδει μια πολεμική ιαχή. Στην πραγματικότητα, το ἀλαλάζω είναι μια ονοματοποιημένη λέξη, παρουσιάζει έναν ήχο, τον ήχο της κραυγής της μάχης. Έτσι, στην περίπτωση που αλαλάζω, θορυβώ, γίνομαι δυσάρεστος. Αυτά που λέω δεν έχουν νόημα.
Στα αλαλάζοντα κύμβαλα, λοιπόν, συνιστούμε γλυκύτερες μελωδίες. Δεν χρειάζεται να είμαστε τόσο επιφανειακοί, κενοί, να λέμε πολλά.
Συνώνυμο του «κύμβαλον αλαλάζον», χαρακτηρισμός –ομολογουμένως πιο λαϊκός– είναι «τενεκές ξεγάνωτος».
Και ως γνωστόν, οι άδειοι τενεκέδες κάνουν πολλή φασαρία, ο θόρυβός τους είναι αποκρουστικός. Δε θα σκύψεις ποτέ να πάρεις ένα τενεκέ άδειο, συνηθως σκουριασμένο για να χρησιμοποιήσεις.
Αν βρεθούν στο διάβα σου, απλά τους κλωτσάς, στην άκρη, στο περιθώριο ….
Φευ και πάλι φευ!