Οι πρόσφατες αποκαλύψεις για κυκλώματα εκβιαστών ,στα οποία συμμετείχαν δημόσιοι υπάλληλοι ‘υπεράνω υποψίας’,δηλαδή όχι άνθρωποι του υποκόσμου και του περιθωρίου,θέτει και πάλι το ερώτημα: πώς συγκροτούνται,πώς λειτουργούν, πώς ξεφεύγουν από τα δίκτυα του νόμου και εντέλει γιατί υποκύπτουν στις απειλές τους οι νόμιμοι[;] επιχειρηματιές;
Είναι γνωστό ότι στη χώρα μας η διαφθορά συνιστά ένα φαινόμενο τόσο διαδεδομένο που δικαιολογημένα αισθάνεται κανείς ότι είναι ενδημικό σε κάθε εποχή, σε κάθε διακυβέρνηση, σε κάθε θεσμό.
Το πολιτικό σύστημα «χαρακτηρίζεται» από την έκταση και το βάθος της διαφθοράς που κινείται εκτός των νόμων και της ηθικής τάξης.
Η κοινωνική αποδιοργάνωση και ανομία ως αναπόφευκτη συνέπεια της άναρχης ανάπτυξης, της άνισης διανομής του πλούτου και του «αχόρταγου» ιδιωτικού κέρδους διευρύνουν συνεχώς τον κύκλο των εμπλεκόμενων.
Η ανταποδοτική, συναλλακτική ή η υπό διαπραγμάτευση Δημοκρατία και η ιδιοτελής κοινωνία αφήνουν πολλά περιθώρια για εξωθεσμικές λειτουργίες.
Συμβιβασμοί, συμψηφισμοί και σκοπιμότητες θολώνουν (αν δεν εξωραΐζουν) το τοπίο και οδηγούν ή σε εκ του πονηρού «ερμηνείες» των νόμων ή σε ατιμωρησία των ενόχων.
Η διαφθορά γίνεται «παράδειγμα». Βαθαίνει και διακτινίζεται. Η κρίση δεν την σταματάει. Αντίθετα την επαυξάνει και εντέλει την «νομιμοποιεί».
Η πολιτική διαφθορά, ως «ανάρμοστη σχέση μεταξύ αγοράς και πολιτικής» κατέστη μέρος της πολιτικής κουλτούρας του τόπου. Κουλτούρα της διαφθοράς και κουλτούρα του δημόσιου βίου (συμ)πορεύονται.
ΩΣ «ΜΗ ΦΑΙΝΟΜΕΝΟ» (άδηλο, αόρατο) φαινόμενο η διαφθορά είτε εξελίσσεται προς τα πάνω σε διαπλοκή και σκάνδαλο ή γενικεύεται προς τα κάτω σε «ρουσφέτια επιβίωσης» («λαϊκή» διαφθορά της παρέας).
ΟΛΟΙ ΜΙΛΑΝΕ για τη διαφθορά των άλλων αλλά όχι για τη δική τους.
ΚΙ ΑΥΤΟ, διότι η διαφθορά προϋποθέτει δόλο και συμπαιγνία, αλλά και μια αντίληψη ότι στο «κάτω κάτω δεν βλάπτει κανέναν». Αυτή είναι η κουλτούρα της διαφθοράς. Μια στρέβλωση των αξιών: δημόσιοι λειτουργοί και πολίτες που αποκτούν σταδιακά μια ιδιόρρυθμη «συνείδηση δικαίου» όταν διαφθείρουν ή διαφθείρονται.
Το δίλημμα δεν τίθεται συνεπώς «ως προς τι είναι νόμιμο» ή «ηθικό» αλλά «ως προς τι μπορούμε να κάνουμε ατιμωρητί» ή ακόμα, και «ποια μορφή διαφθοράς είναι αποδεκτή από την πλειοψηφία της κοινωνίας».
ΟΙ «ΕΣΩΤΕΡΙΚΕΣ ΔΙΑΚΡΙΣΕΙΣ» της διαφθοράς ίσως να βοηθάνε στις οριοθετήσεις. Η μαύρη διαφθορά, την οποία καταδικάζει απερίφραστα η κοινή γνώμη, η λευκή διαφθορά, που ανέχεται η κοινή γνώμη και η γκρίζα διαφθορά, με την οποία άλλοι συμφωνούν κι άλλοι όχι, συνιστούν ορισμένες μορφές που όμως δεν έχουν τον ίδιο αντίκτυπο σε κάθε χώρα ή και σε κάθε νομικό σύστημα.
Σ’ ΕΝΑ ανομικό πλαίσιο όμως, «όπου όλα επιτρέπονται», η διαφθορά χάνεται και προβάλλεται μόνο μια κοινωνική αναπαράστασή της, όχι αναγκαστικά αυθεντική. Η διαφθορά από παράβαση μετατρέπεται σε συναλλαγή, σε θεσμό «αναγκαίο» για τη φιλελεύθερη οικονομία, την ανάπτυξη, την παγκοσμιοποίηση.
Πρέπει το πολιτικό μας σύστημα να απαλλαγεί από κάθε μορφής μη δημοκρατικά νομιμοποιημένων και αδιαφανώς λειτουργούντων μηχανισμών (παρα)εξουσίας.
Από την άλλη πλευρά ΚΑΝΕΝΑ κομματικό συμφέρον και καμία ασφάλεια του συστήματος δεν δικαιολογούν τη λευκή σιωπή των οπαδών, την γκρίζα αδιαφορία των φοβισμένων πολιτών και τη μαύρη προπαγάνδα των εγκεφάλων.
Η ΔΙΑΦΘΟΡΑ είναι δια-θεσμικό φαινόμενο, άρα πρέπει να παρέμβουμε πρωτίστως στην ποιότητα της δημοκρατίας μας.
Μπορούμε και θέλουμε;