Η Παγκόσμια Ημέρα για το Νερό (World Water Day) καθιερώθηκε στη συνδιάσκεψη του ΟΗΕ σχετικά με το Περιβάλλον και την Ανάπτυξη, που πραγματοποιήθηκε στο Ρίο Ντε Ζανέιρο της Βραζιλίας το 1992.
Τη σχετική απόφαση πήρε η Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ στις 22 Δεκεμβρίου του 1992, που όρισε την 22α Μαρτίου ως Παγκόσμια Ημέρα για το Νερό.
Η Παγκόσμια Ημέρα για το Νερό 2024 έχει ως θέμα «Το Νερό για την Ειρήνη».
Το νερό μπορεί να συμβάλει ειρήνη ή να πυροδοτήσει συγκρούσεις. Όταν το νερό είναι σπάνιο ή μολυσμένο ή όταν οι άνθρωποι έχουν άνιση ή καθόλου πρόσβαση σε αυτό, οι εντάσεις μεταξύ κοινοτήτων και χωρών μπορεί να αυξηθούν.
Περισσότεροι από 3 δισεκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως εξαρτώνται από το νερό που διασχίζει τα εθνικά σύνορα. Ωστόσο, μόνο 24 χώρες έχουν συνάψει συμφωνίες συνεργασίας για το σύνολο των κοινών τους υδάτων.
Καθώς οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής αυξάνονται και οι πληθυσμοί επίσης αυξάνονται, υπάρχει επείγουσα ανάγκη, εντός των των χωρών και μεταξύ τους, να ενωθούν για την προστασία και τη διατήρηση του πιο πολύτιμου πόρου μας.
Η συνεργασία για το νερό δημιουργεί θετική αλυσιδωτή αντίδραση που προάγει την αρμονία, δημιουργεί ευημερία και ενισχύει την ανθεκτικότητα στις κοινές προκλήσεις. Το νερό είναι ανθρώπινο δικαίωμα, εγγενές σε κάθε πτυχή της ζωής.
Ο ΟΗΕ μας υπενθυμίζει, με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα για το Νερό 2024,ι ότι πρέπει όλοι να ενωθούμε γύρω από το νερό και να το χρησιμοποιήσουμε για την ειρήνη, θέτοντας τα θεμέλια για ένα πιο σταθερό και ευημερούντα κόσμο.
Στατιστικά στοιχεία του ΟΗΕ
Το Νερό, ο επονομαζόμενος και λευκός χρυσός, πηγή ζωής για τον άνθρωπο, βρίσκεται ανισομερώς κατανεμημένος στον πλανήτη.
2,2 δισεκατομμύρια άνθρωποι ζουν χωρίς ασφαλές νερό στο σπίτι.
Ένα στα τέσσερα δημοτικά σχολεία δεν έχουν πόσιμο νερό με τους μαθητές να χρησιμοποιούν μη ασφαλείς πηγές ή να διψούν.
Περισσότερα από 700 παιδιά κάτω των πέντε ετών πεθαίνουν κάθε μέρα από διάρροια που συνδέεται με το μη ασφαλές νερό και την κακή υγιεινή.
Το 80% των ανθρώπων που χρησιμοποιούν μη ασφαλείς πηγές ύδατος ζουν σε αγροτικές περιοχές.
Οι γυναίκες και τα κορίτσια είναι υπεύθυνα για τη συλλογή νερού σε οκτώ στα δέκα νοικοκυριά, που δεν διαθέτουν νερό στο σπίτι τους.
Πάνω από 800 γυναίκες πεθαίνουν κάθε μέρα από επιπλοκές κατά την εγκυμοσύνη και τον τοκετό.
Για τα 68,5 εκατομμύρια άτομα που έχουν αναγκαστεί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους, η πρόσβαση σε ασφαλείς υπηρεσίες ύδρευσης είναι ιδιαίτερα προβληματική.
Περίπου 159 εκατομμύρια άνθρωποι συλλέγουν το πόσιμο νερό τους από τα επιφανειακά ύδατα, όπως λιμνούλες και ρυάκια.
Περίπου 4 δισεκατομμύρια άνθρωποι – σχεδόν τα δύο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού – βιώνουν έντονα την έλλειψη νερού για τουλάχιστον ένα μήνα του έτους.
700 εκατομμύρια άνθρωποι θα μπορούσαν να μεταναστεύσουν λόγω έντονης λειψυδρίας έως το 2030.
Οι πιο πλούσιοι λαμβάνουν γενικά υψηλά επίπεδα υπηρεσιών ύδατος με (συχνά πολύ) χαμηλό κόστος, ενώ οι φτωχοί καταβάλλουν πολύ υψηλότερη τιμή για μια υπηρεσία παρόμοιας ή μικρότερης ποιότητας.
Η ετήσια έκθεση του ΟΗΕ και της ΟΥΝΕΣΚΟ
Εξαιτίας της δημογραφικής έκρηξης, της οικονομικής ανάπτυξης και των εξελίξεων στο μοντέλο κατανάλωσης η παγκόσμια ζήτηση για νερό αναμένεται να αυξηθεί κατά 20-30% σε σχέση με το τρέχον επίπεδο ως το 2050, αναφέρουν ο ΟΗΕ και η UNESCO στην ετήσια έκθεσή τους.
Η ανεπαρκής πρόσβαση σε πόσιμο νερό ποιότητας και η έλλειψη υπηρεσιών καθαρισμού των χρησιμοποιημένων υδάτων κοστίζουν ακριβά σε ανθρώπινες ζωές, με 780.000 θανάτους ετησίως εξαιτίας της δυσεντερίας και της χολέρας, πολύ περισσότερους από τα θύματα συγκρούσεων, σεισμών και επιδημιών
Το 2015 περίπου 844 εκατομμύρια άνθρωποι δεν είχαν πρόσβαση σε ασφαλείς υπηρεσίες πόσιμου νερού και, μόνο το 39% του παγκόσμιου πληθυσμού διέθετε ασφαλείς υπηρεσίες καθαρισμού. «Η πρόσβαση στο νερό είναι ένα ανθρώπινο δικαίωμα ζωτικής σημασίας για την αξιοπρέπεια κάθε ανθρώπου. Ωστόσο δισεκατομμύρια άνθρωποι εξακολουθούν να το στερούνται», καταγγέλλει η Οντρέ Αζουλέ, γενική διευθύντρια της UNESCO.
Ο στόχος της βιώσιμης ανάπτυξης που έχει καθορίσει το Πρόγραμμα του ΟΗΕ για την Ανάπτυξη (UNDP), και ο οποίος προβλέπει «έως το 2030 παγκόσμια και δίκαιη πρόσβαση στο πόσιμο νερό, σε προσιτό κόστος», δεν μπορεί να επιτευχθεί.
Ποιοι υποφέρουν περισσότερο από αυτή την κατάσταση; Οι καταστάσεις διαφέρουν πολύ από τη μία περιοχή του κόσμου στην άλλη, όμως οι συντάκτες της έρευνας επισημαίνουν ένα κοινό στοιχείο: «Οι πιο φτωχοί υφίστανται περισσότερες διακρίσεις», τονίζει ο Ρίτσαρντ Κόνορ, επικεφαλής των συντακτών της έκθεσης.
Η έκθεση διαχωρίζει την κατάσταση των φτωχών στο αστικό περιβάλλον από αυτών στην ύπαιθρο και από των ανθρώπων που έχουν εκτοπιστεί με τη βία. «Στις λιγότερο προηγμένες χώρες το 62% των αστών ζουν σε παραγκουπόλεις και συχνά δεν έχουν πρόσβαση σε υπηρεσίες ύδρευσης ή καθαρισμού υδάτων», επισήμανε ο Κόνορ. Οι κάτοικοι αυτοί αναγκάζονται να αγοράζουν νερό από πλανόδιους πωλητές και ενδέχεται να το πληρώνουν «δέκα φορές πιο ακριβά» από τους πλούσιους συμπολίτες τους που έχουν πόσιμο νερό στο σπίτι τους. Ωστόσο «η πλειονότητα των ανθρώπων που έχει πρόσβαση σε μη βελτιωμένες πηγές πόσιμου νερού και όσοι δεν έχουν πρόσβαση σε στοιχειώδεις υπηρεσίες καθαρισμού ζουν στις αγροτικές περιοχές», διευκρινίζεται στην έκθεση. Οι υποδομές εκεί είναι ανεπαρκείς.
Οι γυναίκες έχουν μικρότερη πρόσβαση σε πόσιμο νερό σε σχέση με τους άνδρες. Στις αγροτικές περιοχές «το βάρος να πάνε να βρουν νερό πέφτει στις γυναίκες και στα κορίτσια με δυσανάλογο τρόπο, […] μια εργασία που δεν πληρώνεται και δεν αναγνωρίζεται», υπογραμμίζει η έκθεση.
Στα τέλη του 2017, 68,5 εκατομμύρια άνθρωποι ήταν εκτοπισμένοι εξαιτίας συγκρούσεων ή διώξεων. Οι πληθυσμοί αυτοί «αντιμετωπίζουν συχνά προβλήματα στην πρόσβαση σε στοιχειώδεις υπηρεσίες παροχής και καθαρισμού νερού», ενώ «οι μαζικοί εκτοπισμοί ασκούν πίεση στους πόρους και στις υπηρεσίες», επισημαίνεται.
Για την αντιμετώπιση αυτών των προκλήσεων ο ΟΗΕ δεν έχει να προσφέρει θαυματουργές λύσεις, αλλά σκιαγραφεί κάποιες προτάσεις. «Οι πιο πλούσιοι που πληρώνουν πολύ λίγο [για το νερό] θα πρέπει να αρχίσουν να πληρώνουν περισσότερο ώστε η πρόσβαση να είναι καθολική», προτείνει ο Κόνορ.
Οι χώρες, αλλά και οι ιδιώτες, πρέπει να επενδύσουν μαζικά στις υποδομές. Οι ανάγκες εκτιμώνται στα 114 δισεκατομμύρια δολάρια ετησίως, τρεις φορές το ποσό που δαπανάται τώρα, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το κόστος λειτουργίας και συντήρησης.