- Η μαρτυρία της κοπέλας από την Τρίπολη που ταξίδευε στο τρίτο βαγόνι του μοιραίου τρένου στα Τέμπη. Πώς περιγράφει την κόλαση που έζησε, πως κατάφερε να απεγκλωβίσει ένα μωρό σφηνωμένο κάτω από κάθισμα, πως κατάφερε να βγει αφού χρειάστηκε να πηδήξει από το σπασμένο παράθυρο με τη βοήθεια συνεπιβάτη.
Η μαρτυρία της:
«Ταξιδεύω συχνά με το συγκεκριμένο μέσο καθώς εργάζομαι στη Θεσσαλονίκη αλλά όλοι οι δικοί μου είναι Τρίπολη. Έτσι έκανα και αυτή τη φορά λόγω τριημέρου. Στην αρχή είχαμε ειδοποίηση για καθυστέρηση λόγω σύγχυση στις γραμμές. Βγήκαν αρκετές ανακοινώσεις για καθυστέρηση αλλά δεν ένιωσα ότι υπάρχει λόγος ανησυχίας καθώς στη συγκεκριμένη συγκοινωνία υπάρχει καθυστέρηση κάθε φορά.
Ήμουν στο τρίτο βαγόνι ακριβώς στη μέση σε αυτό που έγειρε και έπιασε φωτιά που προκλήθηκε από όσο κατάλαβα από τα μπροστινά βαγόνια.
Στην αρχή έγινε ένα απότομο φρενάρισμα, δεν πανικοβλήθηκα γιατί φρεναρίσματα συμβαίνουν συχνά, στη συνέχεια άκουσα το θόρυβο από τις ράγες που επίσης κράτησα την ψυχραιμία μου καθώς όταν γίνεται αλλαγή στις γραμμές ακούγεται αυτός ο ήχος. Το φρενάρισμα όμως συνεχίστηκε και ο θόρυβος έγινε πολύ πιο έντονος και άρχισε να ταρακουνιέται όλο το βαγόνι με αποτέλεσμα να καταλάβω ότι έχουμε εκτροχιαστεί.
Ξαφνικά έσβησαν τα φώτα, άρχισαν να σπανέ τα τζάμια από τα παράθυρα όλα τα πλαστικά από το τρένο να γίνονται σκόνη πιθανόν και χαλίκια από έξω από τη συντριβή καθώς βρισκόμουν διπλά σε παράθυρο από τη μεριά που έγειρε το βαγόνι κι όλα τα συντρίμμια έπεφταν πάνω στο πρόσωπο μας. Ενστικτωδώς, κρατήθηκα από το μπροστινό κάθισμα και έμεινα σταθερή καθ’ όλη τη διάρκεια της συντριβής.
Όταν ακινητοποιηθήκαμε κατάλαβα ότι τον πρώτο κίνδυνο τον είχα περάσει αφού ήμουν καλά από τη σύγκρουση γιατί όλοι γύρω μου ήταν μέσα στα αίματα κι από ότι είδα μετά κι εγώ το ίδιο. Είχα παραμείνει στη θέση μου για λίγα λεπτά να συνειδητοποιήσω τι έχει γίνει και τι πρέπει να κάνω.
Μπροστά μου ακριβώς ήταν ένα ζευγάρι, η κοπέλα καθόταν στο παράθυρο στην αντίστοιχη θέση με εμένα και το αγόρι της διπλά. Μόλις άνοιξα τα ματιά μου με την ακινητοποίηση είδα πως η κοπέλα είχε φύγει εκτός του βαγονιού καθ’ όλη τη διάρκεια της συντριβής και το αγόρι της, την κρατούσε μέσα στο κενό στο οποίο κενό επικρατούσε φωτιά και καπνοί που σε δευτερόλεπτα ήταν τελείως αποπνικτικά. Αυτός φώναζε την κοπέλα, φώναζε βοήθεια να την σηκώσουν.
Τον βοήθησε το παιδί που καθόταν διπλά μου και μόλις την σήκωσαν συνειδητοποίησα ότι την κρατούσε από το πόδι καθ’ όλη τη διάρκεια και το πρόσωπο της δεν φαινόταν ήταν όλη μέσα στα αίματα, είχε χάσει τις αισθήσεις της προσπαθούσε να την συνεφέρει μαζί με το άλλο παιδί και εγώ έπιασα το χέρι της να δω αν έχει σφυγμό. Δεν ένιωσα ότι είχε αλλά μέσα στον πανικό που επικρατούσε μπορεί να μην το ένιωθα κι εγώ δεν είμαι ειδικός ή ο σφυγμός της να ήταν πολύ χαμηλός.
Παράλληλα μια νέα κοπέλα δίπλα μου, μαζί με τη μητέρα της φώναζε το “μωρό μου, το μωρό μου” και της λέω “που είναι το μωρό σου”, “έχει σφηνώσει κάτω από το κάθισμα και δεν μπορώ να το βγάλω” μου απάντησε και μόλις συνειδητοποίησα τι μου είπε άκουσα το μωρό να κλαίει.
Προσπάθησα να σηκώσω το κάθισμα αλλά ήταν κολλημένο καθώς ήμουν στη μέση του βαγονιού που υπάρχει ένας τοίχος που χωρίζει ας πούμε το βαγόνι, οπότε όλο το κάθισμα ήταν κολλημένο σ αυτόν τον τοίχο. Έβαλα τα χεριά μου κάτω από το κάθισμα και το μόνο που έπιανα ήταν γυαλιά και πλαστικά…δεν βλέπαμε κιόλας επικρατούσε και σκοτάδι λόγω της ώρας αλλά και λόγω του καπνού. Όπως έψαχνα στα γυαλιά είδα το χεράκι του το τράβηξα όσο πιο προσεκτικά μπορούσα και μετά το έπιασε η μαμά του και το σήκωσε.
Μετά καταλάβαμε ότι έπρεπε να βγούμε γρήγορα άρχισε το τοπίο να γίνεται πολύ αποπνικτικό λίγο ακόμα και θα χάναμε τις αισθήσεις μας. Υπήρχε ένα παράθυρο σπασμένο από την αντίθετη πλευρά και πήγα να δω αν μπορούσα να πηδήξω αλλά ήταν πολύ ψηλά θα σκοτωνόμουν. Μετά είδαμε σε ένα παράθυρο ότι από κάτω είχε συσσωρευτεί μια μάζα από σιδερά από τη σύγκρουση που έφτανε μέχρι ψηλά οπότε σπάσανε το τζαμί εκείνο για να βγούμε. Εκεί με βοήθησε πολύ το παιδί που καθόταν διπλά μου να προχωρήσουμε μέσα στο βαγόνι…πατούσαμε πάνω σε καθίσματα και σε συντρίμμια γιατί το βαγόνι είχε γύρει όλο.
Είδα μια κοπέλα που είχε εγκλωβιστεί κάτω κάτω σε αντίστοιχη θέση με τη δική μου και την είχαν πλακώσει σιδερά. Άκουσα τους άλλους να λένε ότι δεν νιώθει τα ποδιά της και δεν πρόλαβα να δω τι απέγινε γιατί έρχονταν κι άλλοι από πίσω και έπρεπε να προχωρήσω προς το παράθυρο.
Μόλις έφτασα για να βγω δεν είχα τη μυϊκή δύναμη που θα είχα σε αντίστοιχη περίπτωση και φοβόμουν να πατήσω οπουδήποτε, μην γίνει κάποια έκρηξη από τη φωτιά. Μήπως δεν ήταν σταθερά τα σιδερά που υπήρχαν σκόρπια….φωνάζαν κιόλας να προσέχουμε τα καλώδια ότι έχουν ρεύμα και δεν βλέπαμε τίποτα.
Τελικά πέρασα τα ποδιά μου έξω από το παράθυρο, εκεί ήταν και το παιδί που ήταν συνέχεια μαζί μου και όταν του είπα ότι φοβάμαι να πατήσω τα σιδερά μήπως πεσώ στο κενό μου είπε “πάτα πάνω μου για να βγεις” , έχω ανεβοκατεβεί μου είπε ήδη δυο φορές και έχω βγάλει κόσμο.
Εκεί αναρωτήθηκα πόση ώρα μπορεί να έχει περάσει που έχει προλάβει ήδη να ανεβοκατεβεί δυο φορές. Εν τέλει πάτησα κυριολεκτικά όπου έβλεπα τα παπούτσια του επειδή πάταγε αυτός και ήταν σταθερός. Ήταν το μόνο σημείο που εμπιστευόμουν να πατήσω, κατέβηκα πιο χαμηλά και τέλος πήδηξα κάτω στο χωράφι.
Εκεί ηρέμησα λίγο είπα τουλάχιστον έχω βγει, γύρισα να δω μήπως θέλει κάποιος βοήθεια να τον κρατήσω επειδή ήταν αρκετό ύψος να πηδήξεις δεν είδα κάποιον εκείνη την ώρα άκουγα ηλικιωμένους να λένε “πως να πηδήξουμε εμείς δεν είμαστε παιδιά”…και έναν άλλον να λέει “έχω αναπνευστικό δεν μπορώ να αναπνεύσω”.
Συνέχισα στο χωράφι να βρω που είναι ο κόσμος που έχει βγει. Προσπαθούσα να βρω ένα κινητό να ενημερώσω τους δικούς μου γιατί σκέφτηκα μην δουν κάτι στις ειδήσεις και με ψάχνουν γιατί το δικό μου κινητό το είχα χάσει, μόνο την προσωπική μου τσάντα με πορτοφόλι και κλειδιά πρόλαβα να σώσω.
Βρήκα μια κοπέλα που φώναζε “ελάτε από εδώ” κράταγε και κινητό και της ζήτησα να μου το δώσει. Ενημέρωσα τους δικούς μου στα γρηγορά να πω τι έγινε αλλά ότι είμαι καλά και μετά προσπάθησα να βγω στο δρόμο. Εκεί ήταν πυροσβέστες που έριχναν σχοινιά για να ανέβουμε πάνω, αλλά είχε πολλά αγκάθια, δεν υπήρχε άνοιγμα πουθενά βγήκαμε κυριολεκτικά μέσα από τα αγκάθια.
Την κοπέλα που μου έδωσε το κινητό, την είχα χάσει και μου είχε μείνε το κινητό, ξαναπήρα τους δικούς μου ότι εντάξει ανέβηκα στο δρόμο. Επικοινώνησα αρκετά σε εκείνη τη φάση μαζί τους για να δούμε τι θα κάνω που θα πάω εν τέλει ενημέρωσαν ότι θα έρθουν λεωφορεία και ότι θα μας πάνε Θεσσαλονίκη οπότε μπήκα εκεί και έφτασα σπίτι μου.
Μόλις μπήκα σπίτι, που επιτέλους είχα φως, είδα ότι είχα αίματα παντού στο τζιν μου στην τσάντα μου και δεν ήξερα αν είναι δικά μου ή άλλων. Το ίδιο και στο πρόσωπο μου, στα μαλλιά μου. Μέσα από τα ρούχα είχα γυαλιά και ήθελα απλά να κάνω μπάνιο να δω που έχω χτυπήματα, ευτυχώς όλα καλά μόνο λίγες γρατσουνιές και μελανιές.
Άνοιξα υπολογιστή να επικοινωνήσω πάλι με τους δικούς μου γιατί η συσκευή που είχα, είχε κλείσει από μπαταριά και άνοιξα να δω ειδήσεις για να καταλάβω τι είχε γίνει τελικά και από που γλίτωσα».
Η κοπέλα θέλησε να κρατήσουμε την ανωνυμία της.
«Σε ευχαριστούμε»