- Στις 8 Απριλίου του 1798 γεννιέται ο Διονύσιος Σολωμός. Ήταν Έλληνας ποιητής, συγγραφέας του ποιήματος «Ύμνος εις την Ελευθερίαν», οι πρώτες δύο στροφές του οποίου έγιναν ο εθνικός ύμνος της Ελλάδας.
Ο Διονύσιος Σολωμός είναι ο εθνικός ποιητής των Ελλήνων, όχι μόνο γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο, αλλά και διότι αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και άνοιξε το δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία
Ο Διονύσιος Σολωμός σε νεανική ηλικία
Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο. Πατέρας του ο κόντες Νικόλαος Σολωμός με καταγωγή από οικογένεια Κρητικών προσφύγων, μητέρα του η υπηρέτρια του πατρός του, Αγγελική Νίκλη με ρίζες από τη Μάνη.
Ο κόντες Νικόλαος Σολωμός χήρεψε το 1802 από την πρώτη σύζυγό του, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τον Ρομπέρτο και την Έλενα.
Ωστόσο, φέρεται να είχε δεσμό με την Αγγελική Νίκλη από νωρίτερα, με την οποία απέκτησε εκτός από τον Διονύσιο και τον Δημήτριο, μετέπειτα πρόεδρο της Ιονίου Βουλής. Αξιοσημείωτο είναι και το ότι το ζευγάρι παντρεύτηκε μόλις την προπαραμονή του θανάτου του Νικόλαου Σολωμού, ώστε τα παιδιά τους να αποκτήσουν τα νόμιμα οικογενειακά τους δικαιώματα.
Υπό τον εποπτεία του δασκάλου του, αβά Σάντο Ρόσι, ο Σολωμός πέρασε μετά το θάνατο του πατέρα του υπό την κηδεμονία του κόντε Διονύσιου Μεσάλα, ο οποίος μετά από έναν χρόνο, τον έστειλε στην Ιταλία για σπουδές.
Εκεί, αρχικώς γράφτηκε στο Λύκειο της Αγίας Αικατερίνης στη Βενετία, όπου όμως αντιμετώπισε σημαντικές δυσκολίες, λόγω της αυστηρής πειθαρχίας που επιβαλλόταν στους μαθητές. Ετσι, ο Ρόσι, που είχε ταξιδέψει μαζί του, τον πήρε στην Κρεμόνα όπου και ολοκλήρωσε τις μαθητικές τους υποχρεώσεις.
Στα τέλη του 1815 γράφτηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας, από όπου αποφοίτησε δύο χρόνια μετά. Επηρεασμένος από την ιταλική λογοτεχνία – και γνωρίζοντας άριστα την ιταλική γλώσσα, άρχισε να γράφει τα πρώτα του ποιήματα στα ιταλικά. Γρήγορα το έργο του αναγνωρίστηκε, ενώ πλέον ο ίδιος είχε αρχίσει να γοητεύεται και από τον γαλλικό διαφωτισμό.
Επιστροφή στη Ζάκυνθο
Το 1818 επέστρεψε στη Ζάκυνθο, όπου παρέμεινε για δέκα χρόνια. Εντάχθηκε πολύ γρήγορα στους λογοτεχνικούς κύκλους που αναπτύσσονταν ταχύτατα εκείνη την εποχή. Τότε είναι που τον κυριεύει η ιδέα, να συλλέξει δημοτικά τραγούδια από όλα τα μέρη της Ελλάδας, προκειμένου να τα μελετήσει και να ανακαλύψει υλικό που θα εξέλισσε και το δικό του έργο.
Ωστόσο, σε αυτό το σημείο αντιμετώπισε σημαντικές δυσκολίες, καθώς όχι μόνο δεν μπορούσε να κάνει καλή χρήση της ελληνικής γλώσσας, αλλά και δεν έβρισκε ποιητικά έργα στη δημοτική γλώσσα, προκειμένου να τα χρησιμοποιήσει ως πρότυπο.
«Ο γενάρχης της λογοτεχνίας αυτής δεν ήξερε ελληνικά, αλλά τα έμαθε και τα μάθαινε ως το τέλος της ζωής του. […] Αλλά την πορεία της ελληνικής γλώσσας την εχάραξε μια για πάντα η διάνοια του Σολωμού. Και ίσως επειδή ερχότανε κάθε τόσο από μακριά, να κοίταξε τα πράγματα με το φρέσκο και το σίγουρο μάτι που τα κοίταξε.» (Σεφέρης,1937)
Άρχισε να μελετά τα δημοτικά τραγούδια και την κρητική λογοτεχνία, ενώ δειλά – δειλά, έγραφε και τα πρώτα του ποιήματα στα ελληνικά.
Ωστόσο η στιγμή που άλλαξε τη ροή του συγγραφικού του έργου, ήταν η συνάντησή του με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη, το 1822.
Προσκεκλημένος του λόρδου Γκίλφορντ στη Ζάκυνθο, ο Τρικούπης θέλησε να γνωρίσει τον Σολωμό. Στη δεύτερη συνάντησή τους ο Σολωμός τού διάβασε το ιταλικό «Ωδή για την πρώτη λειτουργία».
Ο Τρικούπης παρέμεινε σιωπηλός και λίγο μετά του αποκρίθηκε: «Η ποιητική σας ιδιοφυΐα σάς επιφυλάσσει μια διαλεχτή θέση στον ιταλικό Παρνασσό. Αλλά οι πρώτες θέσεις εκεί είναι πιασμένες.
Ο ελληνικός Παρνασσός δεν έχει ακόμη το Δάντη του». Μάλιστα ήταν εκείνος που βοήθησε τον Σολωμό στη μελέτη των ελληνικών ποιημάτων, προκειμένου να εξελίξει τη χρήση της ελληνικής γλώσσας.
Αρχηγέτης της Επτανησιακής Σχολής είναι μια από τις κορυφαίες πνευματικές φυσιογνωμίες του Νεώτερου Ελληνισμού
Η Κέρκυρα και η δικαστική διαμάχη
Το 1828, έχοντας οικονομικές διαφορές με τον αδελφό του Δημήτριο για κληρονομικά ζητήματα, ο Σολωμός μετακόμισε στην Κέρκυρα.
Αρκετοί είναι ωστόσο εκείνοι που υποστηρίζουν, ότι ο Σολωμός σχεδίαζε να φύγει από τη Ζάκυνθο, αναζητώντας ένα πιο πνευματικό περιβάλλον, αλλά και την απαραίτητη απομόνωση για να συνεχίσει το έργο του.
Εκεί, ξεκίνησε να μελετά τη γερμανική ρομαντική φιλοσοφία και ποίηση, διαβάζοντας τις ιταλικές μεταφράσεις των έργων σπουδαίων συγγραφέων.
Λίγα χρόνια αργότερα, την περίοδο 1833-1838, άλλη μία διαμάχη ξέσπασε στο οικογενειακό του περιβάλλον.
Έχοντας αποκαταστήσει, νωρίτερα, τις σχέσεις με τον αδελφό του, βρέθηκε αντιμέτωπος με τον ετεροθαλή αδελφό του από την πλευρά της μητέρας του Ιωάννη Λεονταράκη, ο οποίος διεκδικούσε δικαστικά, τμήμα της πατρικής περιουσίας, με το επιχείρημα ότι ήταν και αυτός τέκνο του κόντε Νικόλαου Σολωμού, αφού η μητέρα του ήταν έγκυος πριν από το θάνατό του.
Παρόλο που η κατάληξη της περιπέτειας ήταν ευνοϊκή για αυτόν και τον αδελφό του, η δικαστική διαμάχη οδήγησε σε αποξένωση του Σολωμού από τη μητέρα του, επιλέγοντας παράλληλα να απομακρυνθεί από κάθε έκφραση δημοσιότητας.
Ο Ύμνος εις την Ελευθερία
Λένε, ότι ένας ποιητής πρέπει να γράψει πολλά έργα, ακόμη και συλλογές για να καταφέρει να κερδίσει την αναγνώριση.
Δεν συνέβη το ίδιο με τον Σολωμό.
Τον Μάιο του 1823, ολοκληρώνει τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν», εμπνευσμένος από την ελληνική επανάσταση του 1821. Το ποίημα δημοσιεύεται στην Ελλάδα το 1824 και ένα χρόνο μετά στην Ευρώπη. Η φήμη του Σολωμού εξαπλώνεται σε όλη τη χώρα και στην αλλοδαπή.
Ο Ύμνος είναι ποίημα πολιτικής και συγχρόνως λογοτεχνικής παρέμβασης, καθώς ταυτόχρονη και ισότιμη επιδίωξή του είναι να καταδείξει και τις λογοτεχνικές ικανότητες της αναγεννημένης Ελλάδας και της νεοελληνικής γλώσσας.
Όπως ο ίδιος ο Σολωμός το τονίζει ρητά σε επιστολή του, ακυρώνοντας τη σχεδιαζόμενη έκδοση πρωτόλειων ελληνόγλωσσων ποιημάτων του «Χρειάζονται όμως άλλα πράματα τώρα, για να δείξουμε τι δυνατότητες έχει η γλώσσα.