Στο πένθος έχει βυθιστεί το παγκόσμιο ποδόσφαιρο για το χαμό του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, ο οποίος έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 60 ετών μετά από καρδιακή ανακοπή.
Οι προσπάθειες ανάνηψης που έγιναν από το ιατρικό προσωπικό που τον φρόντιζε 24 ώρες την ημέρα στο σπίτι του, όπου μεταφέρθηκε μετά τη χειρουργική επέμβαση στο κεφάλι για απομάκρυνση υποδόριου οιδήματος πριν από τρεις εβδομάδες, ήταν άκαρπες.
Η άφιξη των ασθενοφόρων δεν είχε αποτέλεσμα καθώς, σύμφωνα με αναφορές, όταν έφτασαν ο άλλοτε Pibe de Oro ήταν ήδη νεκρός.
Τα τελευταία λεπτά…
Σύμφωνα με ΜΜΕ της Αργεντινής, ο Ντιέγκο Μαραντόνα ξύπνησε περίπου στις 10 η ώρα το πρωί, έφαγε λίγο πρωινό, περπάτησε λίγο και λίγες ώρες αργότερα ξάπλωσε πάλι αφού δεν ένιωθε καλά.
«Δεν αισθάνομαι καλά» ψέλλισε προς τον ανιψιό του, Τζόνι Εσποσίτο, πριν ξαπλώσει. Μάλιστα, όπως αναφέρουν, ήταν χλωμός και φοβόταν μήπως είχε κρυώσει.
Παρακολουθούμενος από ψυχολόγο, ψυχίατρο και την προσωπική του νοσοκόμα, ο Μαραντόνα έπρεπε να σηκωθεί το μεσημέρι για να πάρει φάρμακο. Κάτι τέτοιο ωστόσο δεν συνέβη ποτέ…
Όταν η νοσοκόμα πήγε να τον ξυπνήσει, τον βρήκε αναίσθητο και αμέσως κάλεσε ασθενοφόρο.
Λίγη ώρα αργότερα, γιατροί κατέβαλαν κάθε δυνατή προσπάθεια για να τον επαναφέρουν στη ζωή, χωρίς ωστόσο να το καταφέρουν,
Η καρδιά του καλύτερου παίκτη όλων των εποχών είχε σταματήσει…
Η τελευταία επιθυμία…
Ο Ντιεγκίτο, πριν από περίπου 15 χρόνια, είχε εκφράσει σε συνέντευξή του την τελευταία του επιθυμία. Μιλώντας στην εφημερίδα Ole, είχε δηλώσει πως ήθελε να μπει στον τάφο του επιγραφή «Gracias a la pelota», δηλαδή «μπάλα, σε ευχαριστώ».
Συγκλονιστικός είναι και ο επίλογος από την αυτοβιογραφία του «θεού»: «Εγώ ο Ντιέγκο», «Αποφάσισα να τα πω όλα»:
«Αν ξαναγεννιόμουν θα ζητούσα από τον Θεό να μου δώσει τα ίδια-γιατί μου έδωσε πράγματι υπερβολικά πολλά-καθώς επίσης και τη δυνατότητα να παίξω όλους τους αγώνες και να βάλω όλα τα γκολ που διασκέδασαν τους Ναπολιτάνους, στην χώρα μου, ζωντανά, για τους Αργεντινούς…
Είμαι περήφανος που έμεινα πιστός στις πεποιθήσεις μου, στις αρετές και τα ελαττώματά μου. Έπιασα τα 40 και μπορώ να κοιτάξω κατάματα όλο τον κόσμο. Δεν έκανα κακό σε κανέναν εκτός από τον εαυτό μου, δεν χρωστάω σε κανένα τίποτα, εκτός από την οικογένειά μου. Δίνω μάχη για την ζωή κάθε μέρα. Έχω δίπλα μου τους γονείς μου, έχω δίπλα μου τους φίλους μου. Έχω την γυναίκα μου και τις δύο κόρες που είναι τόσο αξιαγάπητες όσο τις είχα ονειρευτεί. Και πάνω απ’ όλα έχω τον σεβασμό της χώρας που αγαπώ… ναι, πάνω απ’ όλα, έχω τον σεβασμό των Αργεντινών και αυτό μου δίνει μεγάλη ικανοποίηση.
Όλα όσα έχω αναφέρει σε τούτο εδώ το βιβλίο είναι αλήθεια, το ορκίζομαι στις κόρες μου. Προσπάθησα να είμαι όσο το δυνατόν πιο ειλικρινής σε όλα. Εξιστόρησα πράγματα, σίγουρα ξέχασα πολλά, αλλά το μήνυμα είναι ένα και μόνο ένα: θα εξακολουθήσω να λέω την αλήθεια μέχρι τέλους. Δεν πρόκειται να υποκύψω γιατί δεν μου αρέσει, δεν μου αρέσει η αδικία.
Σε όσους έρχονται και θέλουν να κάνουν τους έξυπνους σε μένα και μου λένε «Μα Ντιέγκο, αφού εσύ…», τους λέω πάντα το εξής: Τον Ντιέγκο, εμένα με πήραν από το Βίγια Φιορίτο και μου έδωσαν μια κλωτσιά και με έστειλαν κατευθείαν στο Παρίσι, στον Πύργο του Αιφελ. Εγώ φορούσα το ίδιο παντελόνι χειμώνα-καλοκαίρι, εκείνο το κοτλέ. Εκεί προσγειώθηκα και μου ζήτησαν, απαίτησαν από μένα να πω αυτό που έπρεπε να πω, να φερθώ όπως έπρεπε να φερθώ, να κάνω αυτό που εκείνοι ήθελαν.
Και το έκανα.
Εγώ… Εγώ έκανα ό,τι μπορούσα, και νομίζω ότι δεν τα πήγα και άσχημα».