Αλήθεια, πού βρισκόμαστε;…
Στα εννιά αυτά χρόνια που πέρασαν ο υποκειμενικός χρόνος διευρύνθηκε: σε όλους μας φάνηκε πως πέρασαν περισσότερα. Κυβερνήσεις ανέβηκαν και έπεσαν, μισθοί και συντάξεις μειώθηκαν, χιλιάδες νέων επιστημόνων έφυγαν έξω: μερικοί για πάντα. Εσωτερικά, δηλαδή στον ψυχικό κόσμο των αυτονοήτων και των αξιών, ποιες επιπτώσεις είχε αυτή η δραματική περίοδος στον ελληνικό ψυχισμό; Θα επιχειρήσω μια προσωπική αποτίμηση.
-Οπωσδήποτε καταναλώνουμε λιγότερο σε σύγκριση με την ντροπιαστική κατάστασή μας προ κρίσης. Επειδή γίνεται από ανάγκη, δεν γνωρίζουμε αν θα το κάναμε από επιλογή. Ότι δεν το κάναμε τότε που μπορούσαμε έχει τη σημασία του. Το ερώτημα προκύπτει αναπόφευκτο: πώς θα συμπεριφερθούμε καταναλωτικά αν ποτέ ανακτήσουμε αγοραστική δύναμη; Κατά τη γνώμη μου, μια μερίδα της κοινωνίας απλώς αδημονεί πότε θα επανέλθει η παλιά κατάσταση.
-Ενδημικό πρόβλημα του λαού μας ήταν πάντοτε ο διχασμός, όχι απλώς πολιτικός αλλά και πολιτισμικός. Η εσωστρεφής και μειονεκτική Ελλάδα (που έρρεπε πάντοτε προς τον αυταρχισμό και τον επαρχιωτισμό) απέναντι σε μια ανοιχτή και με αυτοπεποίθηση Ελλάδα (που, αντίστοιχα, έτεινε να υποτιμά την δική της κληρονομιά και να φλερτάρει άκριτα με άλλες κουλτούρες). Μέσα από την δυναμική των γεγονότων της κρίσης ο διχασμός αυτός γιγαντώθηκε.
Τα πολιτικά μίση θέριεψαν, ενίοτε και ως συνειδητή στρατηγική. Ο διχαστικός λόγος έθρεψε τη μνησικακία και δυναμίτισε κάθε απόπειρα διαλόγου. Η πολιτική μας κουλτούρα εμφάνισε επιδείνωση των παλαιών χαρακτηριστικών της τα οποία την κατέτασσαν πάντοτε στις παρυφές και όχι στην καρδιά του θεσμικά αναπτυγμένου κόσμου. Άγνωστο πότε θα επουλωθεί αυτή η ρήξη.
– Συνακόλουθα, η ανέκαθεν φτωχή θεσμική συνείδηση της ελληνικής κοινωνίας φαίνεται να φτώχυνε ακόμη περισσότερο. Οι δημοκρατικοί θεσμοί συκοφαντήθηκαν ως συνεργαζόμενοι με το ξένο κατεστημένο και έγιναν αντικείμενα καχυποψίας και πολεμικής. Παράλληλα, σε μεγάλη μερίδα της κοινωνίας το θεσμικό πλαίσιο, που ως εκ της φύσεώς του λειτουργεί ως ενδιάμεσος μετριαστικός παράγοντας για το θυμικό, άρχισε να γίνεται αντιληπτό ως «ξενέρωτο» σε σύγκριση με την αμεσότητα των λαϊκών συναισθημάτων της αγανάκτησης. Η αντίθεση αυτή διαμορφώθηκε με όρους αντιπαράθεσης ανάμεσα στην αλήθεια και το ψέμα, ανάμεσα στην πραγματικότητα του «ζωντανού» λαού και την τεχνητή κατασκευή μιας δημοκρατίας των προνομιούχων.
Το αποτέλεσμα εδώ είναι η ανατέλλουσα αντιδημοκρατικότητα. Κατά τα χρόνια της κρίσης άρχισε να γεννιέται μια στροφή κατά του δημοκρατικού πλαισίου, θεωρητικοποιημένη αυτή τη φορά, η οποία γίνεται ακόμη περισσότερο επικίνδυνη καθώς τροφοδοτείται από (και ενδέχεται να συνεργασθεί με) εξωελληνικά αντίστοιχα ρεύματα όπως η δραματική και απροκάλυπτη στροφή της Ρωσίας, καθώς και η τραμπική Αμερική, χωρίς να παραγνωρίζουμε παρόμοιες κινήσεις μέσα στις Ευρωπαϊκές χώρες.
– Συναφές εδώ είναι και το πρόβλημα της γιγαντούμενης αντιευρωπαϊκότητας. Όσο και αν η Ευρωπαϊκή Ένωση περνά βαθειά κρίση, είναι γεγονός ότι αποτελεί αποτελεσματικό ανάχωμα απέναντι στον απομονωτισμό και στο εσωτερικό διχασμό, και τούτο αφ’ ενός λόγω της νοοτροπίας διεθνούς συνεργασίας την οποία θεσμικά καλλιεργεί, και αφ’ ετέρου λόγω της εντονότερης θεσμικής συνείδησης την οποία εμπεριέχει και προάγει. Σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες αυτή τη στιγμή το πολιτικό διακύβευμα δεν είναι «δεξιά-αριστερά» αλλά «φιλοευρωπαϊκότητα-αντιευρωπαϊκότητα».Γι’ αυτό άλλωστε και παρατηρούμε περίεργες συγκλίσεις κομμάτων των άκρων.
Αλλά στην Ελλάδα η απομάκρυνση από τις ευρωπαϊκές συμμαχίες ανέκαθεν γέννησε τραγωδίες και καταστροφές, από την μικρασιατική μέχρι την κυπριακή. Η αιτία δεν είναι μόνο πολιτική (δηλαδή συσχετισμοί δυνάμεων) αλλά και ψυχολογική: ο απομονωτισμός σού στερεί το νηφάλιο βλέμμα, την δυνατότητα να έχεις μια καθαρότερη εικόνα του εαυτού σου καθώς τον παρατηρείς να συναναστρέφεται με πολλούς άλλους. Η πείσμων, θυμωμένη στην πραγματικότητα, εμμονή στον πολωτικό λόγο για την Δύση, μας αφήνει έκθετους στην αντιθεσμική αυτοκαταστροφικότητα και στην ναρκισσιστική φαντασίωση ως αντίδοτο στην οδυνηρή μειονεξία. Στο μοναχικό τοπίο μπορείς να δώσεις στον εαυτό σου όποιο μέγεθος θέλεις.
– Κληρονομιά των 9 χρόνων κρίσης αποτελεί η όξυνση της βίας. Η Ελλάδα βαρυνόταν ήδη επί δεκαετίες με το θλιβερό προνόμιο να αποτελεί την μόνη ευρωπαϊκή χώρα με ένοπλο αναρχικό κίνημα. Στα χρόνια αυτά, με εκκίνηση τον Δεκέμβρη του 2008, η βία μετατράπηκε σε αυτονόητη ρουτίνα, για την οποία ούτε οι πολιτικοί ούτε η αστυνομία αισθάνονται ότι χρειάζονται να πράξουν κάτι. Συνέπεια αυτής της στάσης είναι οι πολίτες να έχουν διαποτισθή από την αποενοχοποίηση της βίας και να αναλαμβάνουν αντίστοιχες δράσεις.
– Τέλος, στις αποτυχίες μας εγγράφεται η θλιβερή διαπίστωση ότι μετά από 9 χρόνια επώδυνης κρίσης και βαρειάς αναξιοπιστίας των πολιτικών μας, δεν εμφανίσθηκαν καινούργια πολιτικά πρόσωπα και δυνάμεις. Στην πραγματικότητα έγινε ανακύκλωση του υπάρχοντος προσωπικού. Ειδικά στον ελπιδοφόρο χώρο της κεντροαριστεράς αυτό που τελικά γέννησε μια πολυετής κυοφορία ήταν απλώς μια παλινόρθωση του ΠΑΣΟΚ. Αλλά αληθινή αλλαγή δεν μπορεί να συμβή χωρίς καινούργια πρόσωπα.
Υπάρχει καθόλου κάποιος θετικός απολογισμός της κρίσης;Οπωσδήποτε.Στο διάστημα αυτό γράφτηκαν θαυμάσιες αναλύσεις (τόσο δημοσιογραφικές όσο και επιστημονικές) για την συλλογική μας ψυχολογία και συμπεριφορά, αλλά και για την πολιτική μας κουλτούρα. Κινητοποιήθηκαν ομάδες πολιτών για αλληλεγγύη σε φτωχούς και πρόσφυγες, από τους κατοίκους των νησιών μας μέχρι και όσους μαγειρεύουν στις πόλεις και στηρίζουν παντοιοτρόπως. Ακόμη και όσοι ξενιτεύθηκαν θα ωφελήσουν αργότερα τη χώρα˙ κατ’ εμέ ο απολογισμός εδώ θα είναι θετικός.
Είναι αυτά αρκετά; Κατηγορηματικά απαντώ όχι. Φυσικά η κοινωνική δυναμική δεν ακολουθεί την αρχή «πενήντα τοις εκατό συν ένα» για να επιφέρει αλλαγή ουσιαστική στην κοινωνία. Πολλές φορές αρκούν και μικρές ομάδες να αλλάξουν το γενικό κλίμα. Είναι αυτή η περίπτωσή μας;
Κατά την γνώμη μου όχι, αλλά προς το παρόν. Αυτή η μικρή φράση ίσως να κάνει τη διαφορά. Μέχρι τώρα φρονώ πως οι προαναφερθείσες δυσμενείς επιπτώσεις της κρίσης είναι που κυριαρχούν. Αλλά τίποτε δεν έχει κριθή. Η μεγάλη ευκαιρία της χώρας ήταν το 2004, μετά την αυτοπεποίθηση την οποία ενέπνευσαν οι Ολυμπιακοί Αγώνες. Μια κυβέρνηση με όραμα θα είχε τότε αξιοποιήσει την δυναμική ενότητας και εθελοντισμού για να καλλιεργήσει περαιτέρω τα θετικά μας σημεία. Αντ’ αυτού επεκράτησε μια απίστευτη αδράνεια. Και η ιστορία πάντα «τιμωρεί»: κάθε ευκαιρία που χάνεις μετατρέπεται σε ζημιά εις βάρος σου.
Κατά τον ίδιο τρόπο, λοιπόν, ο συνδυασμός πρωτοβουλιών και αλλαγών από την βάση με εμπνεύσεις άνωθεν από τους πολιτικούς μας ίσως να έχει την δυνατότητα να αλλάξει το κλίμα. Τότε, και μόνο τότε, η κρίση θα μάς έχει ευεργετήσει. «Στον κακό αέρα ή που χάνεσαι ή που επακολουθεί γαλήνη» (Ελύτης).