Δευτέρα, 28 Απριλίου, 2025

Ο πόλεμος του τσιγαρόχαρτου στην εποχή του Τρικούπη

- Advertisement -

Ο καπνός διαφέρει από, π.χ., τις πατάτες ή τις ντομάτες που διατίθενται στην αγορά εκτός κυκλώματος μεσαζόντων τόσο επειδή η χρήση του από τον καταναλωτή προϋποθέτει ειδική μεταποίηση και επεξεργασία όσο και διότι υπόκειται σε ειδική φορολόγηση…. Ιδιαίτερα το δεύτερο στοιχείο έχει καθορίσει τη μοίρα του καπνού και του ρόλου που έχει διαδραματίσει διαχρονικά στην ελληνική κοινωνία.

Η δίωξη των λαθροκαπνιστών έχει τη δική της, επεισοδιακή και ενίοτε κωμικοτραγική ιστορία. Στις 27 Απριλίου του 1883 η κυβέρνηση Χαριλάου Τρικούπη, στο πλαίσιο της απεγνωσμένης αναζήτησης εσόδων, επέβαλε για πρώτη φορά τη φορολόγηση του καπνού και κατά συνέπεια την κατάργηση του «χύμα». Μια χάρτινη σακούλα με δέκα δράμια προϊόντος συνοδευόμενη υποχρεωτικά από «σιγαρόχαρτα» για 25-30 τσιγάρα πωλούνταν προς «τέσσερα και ένα»: τέσσερα λεπτά της δραχμής για τον καπνό και ένα για τα χαρτάκια. Οι καπνοπώλες της εποχής κρέμασαν μαύρες σημαίες στα καταστήματά τους και καλούσαν το κοινό να «μαυρίσει» τον φορομπήχτη Τρικούπη στις επόμενες εκλογές. Οπως ήταν φυσικό, ο καπνός αμέσως άρχισε τη λαθραία του διαδρομή, για την κατανάλωσή του όμως υπήρχε το πολύ σοβαρό πρόβλημα των τσιγαρόχαρτων, για τα οποία δεν υφίστατο μαύρη αγορά αντίστοιχη του καπνού. Οι Ελληνες καπνιστές κατέφυγαν στα επιστολόχαρτα και τις εφημερίδες, στρίβοντας και «φουμάροντας» ό,τι και όπως μπορούσαν, εφόσον η διάθεση των τσιγαροχάρτων ήταν πλέον κρατικό μονοπώλιο. Η αυστηρή κηδεμονία των καπνικών θα διαρκέσει έως το τέλος του 1985, ενώ σε ορισμένες δύσκολες περιόδους της ελληνικής ιστορικής περιπέτειας το στριφτό τσιγάρο μοιραία μαρτυρούσε τις πολιτικές πεποιθήσεις εκείνου που το κρατούσε ανάμεσα στα δάχτυλά του λόγω του εφημεριδόχαρτου – κάτι που δεν ήταν πάντα ανώδυνο.

Ενα προνόμιο που είχε παραχωρηθεί ειδικά στους καπνοπαραγωγούς από τον Ιούνιο του 1927 ήταν το δικαίωμα να χρησιμοποιούν για προσωπική τους χρήση και μόνο ένα ειδικό ροζ τσιγαρόχαρτο. Ωστόσο, τα όργανα της τάξης έκαναν διαρκώς εφόδους στα καφενεία ακόμη και απομακρυσμένων χωριών αναζητώντας δράστες λαθρεμπορίου και λαθροκαπνίσματος. Οποιος συλλαμβανόταν να καπνίζει στριφτό από το ειδικό, εκτός εμπορίου, «ρόδινου χρώματος σιγαρόχαρτο» μακριά από την έδρα του υποχρεωνόταν να πληρώσει βαρύ πρόστιμο ύψους έως και 125 δραχμών, ενώ τη δεκαετία του ’50 η αυστηρότητα του κράτους θα εξαντλούνταν σε πολύμηνες ποινές φυλάκισης και τσουχτερά πρόστιμα εκατοντάδων χιλιάδων δραχμών. Οι χωροφύλακες, οι επονομαζόμενοι υποτιμητικά και «25άρηδες» επειδή κατά τα πρώτα χρόνια της δίωξης ελάμβαναν μπόνους 25 δραχμών για κάθε κεφάλι λαθροκαπνιστή που συνελάμβαναν, δεν δίσταζαν να προβαίνουν σε σωματικό έλεγχο των υπόπτων. Προκειμένου να αποφύγουν τις στενές επαφές μαζί τους, κάποιοι χρήστες παράνομου καπνού και των συμπαρομαρτούντων του έφταναν να καταπιούν τα ένοχα ροζ τσιγαρόχαρτα που είχαν πάνω τους. Παρ’ όλα αυτά, οι επίμονοι «25άρηδες» δεν σταματούσαν να ψάχνουν για τις ταμπακέρες των άτακτων Ελλήνων που ασχολούνταν με τα καπνά λίγο πέρα από τα όρια του νόμου. Και μολονότι το σύγχρονο λαθρεμπόριο χύμα καπνού προτιμά να χρησιμοποιεί πλαστικά αεροστεγή σακουλάκια, οι σημερινοί διώκτες των παρανόμων μπορούν αντί για τις τσέπες των υπόπτων να ρίχνουν μια ματιά στις ασυνήθιστες κινήσεις των τραπεζικών τους λογαριασμών. Διότι πέρα από οτιδήποτε άλλο, ο… λόγος για την ταμπακέρα παραμένει κυρίως οικονομικός.

Απόσπασμα από άρθρο στο Πρώτο Θέμα: Το ΣΔΟΕ κόβει τα λαθραία «στριφτά» τσιγάρα

- Advertisement -

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ

Δείτε ακόμα

Σχετικά άρθρα

loutrakiblog